Το ειδικότερο ζήτημα της ανάληψης της επιμέλειας τέκνου από τον πατέρα: οι πλέον πρόσφατες εξελίξεις
yiannatsis2023-11-22T08:58:20+00:00Θοδωρής Γιαννατσής, Διαχειριστής-Εταίρος
Γιάννης Ψαράκης, ΜΔΕ
1. Eισαγωγή
Μία έρευνα γύρω από το ζήτημα της ανάληψης της επιμέλειας του τέκνου από τον πατέρα, θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον για όλους όσους ασχολούνται με το συγκεκριμένο ζήτημα˙ είτε από νομικής, είτε από κοινωνιολογικής άποψης.
Η συνεχής παρακολούθηση της νομολογίας (αποφάσεις των δικαστηρίων) αναφορικά με ζητήματα Οικογενειακού Δικαίου, μάς έχει δείξει ότι υφίσταται ένα εξ’ αρχής και άνευ αληθούς αιτίας προβάδισμα της μητέρας, στην ανάθεση της επιμέλειας τέκνου. Φανταστείτε ότι ακούτε μία συζήτηση, η οποία θα ξεκινούσε ως εξής: «Το ζευγάρι πήρε διαζύγιο και η επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου ανατέθηκε …». Τι θα περιμένατε να ακολουθήσει; Από συνήθεια, η πλειονότητα θα απαντήσει «… στη μητέρα». Αυτό διότι η κοινωνική παρατήρηση και συνήθεια, έχει πλάσει στην κοινή αντίληψη ένα καθεστώς προτίμησης της μητέρας, συγκριτικά με τον πατέρα.
Στο μέτρο όμως που η πιθανότητα ανεύρεσης δικαστικής απόφασης ανάθεσης της επιμέλειας τέκνου στον πατέρα είναι εξαιρετικά περιορισμένη, η διαπίστωση αυτή δεν μπορεί παρά να παρεκκλίνει της λογικής και να αποκρυσταλλώνει μία προφανή μεροληψία υπέρ της μητέρας και αντίστοιχα προκατάληψη σε βάρος του πατέρα. Πράγμα ανεπίτρεπτο, αφού καμία διάταξη νόμου δεν υπάρχει στο ελληνικό δικαιϊκό σύστημα, η οποία να κάνει ευθέως λόγο για προτίμηση της μητέρας σε ζητήματα επιμέλειας τέκνου [1].
Κάθε άλλο, όπως παγίως γίνεται δεκτό, βασικό κριτήριο για την ανάθεση της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων στον ένα από τους γονείς τους, στην περίπτωση διαφωνίας των τελευταίων κι ως εκ τούτου προσφυγής τους στο δικαστήριο, είναι το αληθινό συμφέρον του τέκνου, σωματικό, υλικό, πνευματικό, ψυχικό και γενικά κάθε είδους τέτοιο, που αποσκοπεί στην ανάπτυξη του ανηλίκου σε μια ανεξάρτητη και υπεύθυνη προσωπικότητα. Για την εξειδίκευση της αόριστης αυτής νομικής έννοιας δεν παρέχονται από το νομοθέτη εκ των προτέρων σταθερά προσδιοριστικά στοιχεία, πέραν από το επιβαλλόμενο στο δικαστή καθήκον να σεβαστεί την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μη κάνει διακρίσεις εξαιτίας του φύλου, της κοινωνικής προέλευσης ή της περιουσιακής οικονομικής κατάστασής τους. Αυτές οι σκέψεις, αποτελούν και πάγια νομολογία των δικαστηρίων μας.
Το παρόν σημείωμα δεν θα εξαντληθεί σε μία κριτική της παρούσας στάσης των δικαστηρίων, όταν απορρίπτουν αίτημα για τη συνεπιμέλεια των γονέων ή την αποκλειστική τέτοια από τον πατέρα: μολονότι αυτό θα μπορούσε να στηριχθεί στη βάση επιστημονικών δεδομένων, που τα δικαστήριά μας αγνοούν, αλλά και στη συνεπισκόπηση του συγκριτικού δικαίου (του τί ακολουθείται, με άλλα λόγια, από άλλες χώρες˙ εκεί θεωρείται – ορθώς – πρώτον ότι η από κοινού επιμέλεια αποτελεί την καλύτερη ρύθμιση και ότι, σε δεύτερο επίπεδο, αν κριθεί ότι η συνεπιμέλεια για συγκεκριμένους λόγους δεν θα ευνοήσει το τέκνο, ο πατέρας καθόλου δεν υπολείπεται εκ προοιμίου, προκειμένου να αναλάβει αποκλειστικά εκείνος την ανατροφή των τέκνων του).
Αυτό το σημείωμα έχει σκοπό να αναδείξει πως τελικά υπάρχει ο τρόπος, με σωστό νομικό χειρισμό και διαμόρφωση των πραγματικών περιστατικών, να απολαύσει ο πατέρας την από κοινού ή και αποκλειστική ακόμα, επιμέλεια του παιδιού ή των παιδιών του˙ και τελικά να απολαύσουν όλο αυτό τα τέκνα, το οποίο είναι και το ζητούμενο. Εξάλλου, ήδη δημοσιεύθηκαν στον νομικό περιοδικό τύπο, τα πρώτα αισιόδοξα μηνύματα αποφάσεων οι οποίες κρίνουν υπέρ της συνεπιμέλειας από τους δύο γονείς. Την πιο υγιή άλλωστε λύση, στο βαθμό που διαταράσσει στο ελάχιστο δυνατόν, την κατάσταση που υπήρχε προ της διάστασης και του διαζυγίου των γονέων. Τα μηνύματα που λαμβάνουμε είναι πιο αισιόδοξα παρά ποτέ.
2. Ποτέ ανατέθηκε η επιμέλεια στον πατέρα - κριτήρια που εξήφθησαν υπ’ όψιν από το Δικαστήριο
Σε προηγούμενο σημείωμα, όπου και παραπέμπουμε, έχουμε ήδη αναλύσει τα κριτήρια ανάθεσης της επιμέλειας του τέκνου σύμφωνα με τις αξιολογήσεις της πλέον πρόσφατης νομολογίας του ανώτατου πολιτικού δικαστηρίου της χώρας. Με στόχευση όμως αποκλειστικά στην περίπτωση του πατέρα, αυτή τη φορά, ερευνήσαμε το ζήτημα από τη μία σκοπιά, απολύτως εξειδικευμένα.
Αντί για μία μονότονη παράθεση των κριτηρίων που θα βαρύνουν την κρίση του δικαστηρίου, περισσότερο εύληπτη θα είναι η ανάπτυξη αυτών (των κριτηρίων) μέσα και από χαρακτηριστικά παραδείγματα της πραγματικής ζωής, ιστορίες που τελικά ήχθησαν ενώπιον των δικαστηρίων, τα οποία καθόλου δεν αγνόησαν το δικαίωμα και ικανότητα του πατέρα να αναθρέψει τα παιδιά του:
Ιδού λοιπόν μερικά στοιχεία που θα πρέπει να επισημανθούν για το ζήτημα της ανάληψης της επιμέλειας τέκνου από τον πατέρα:
- Το πλέον καθοριστικό στοιχείο είναι η άποψη του τέκνου, όταν αυτό έχει τέτοιο βαθμό ωριμότητας και συνακόλουθης ικανότητας να αντιληφθεί το συμφέρον του, ώστε να μπορεί ευλόγως να ληφθεί υπ’ όψιν του Δικαστηρίου. Ωστόσο, μόνη η ηλικία του ανηλίκου δεν αποδεικνύει και την ωριμότητά του (ΑΠ 1111 /2002, 15/1997).
- Συνθήκες κατοικίας και οικονομική κατάσταση του πατέρα, καθόλου αδιάφορα δεν είναι για την κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 174/2015). Όσο δε μεγαλύτερο είναι το χάσμα που χωρίζει τον πατέρα με τη μητέρα, στα δύο αυτά χαρακτηριστικά, τόσο πιο πιθανή καθίσταται η ανάληψη της επιμέλειας από τον πρώτο, συνεπισκοπούμενων και των λοιπών κριτηρίων ανάθεσης γονικής μέριμνας (για αναλυτική παρουσίαση αυτών, παραπέμπουμε σε σχετικό σημείωμα). Στην απόφαση του Αρείου Πάγου υπ’ αριθμ. 952/2007, το δικαστήριο αποφάσισε την ανάθεση της γονικής μέριμνας των τέκνων στον πατέρα, διότι είχε τη δυνατότητα να τους εξασφαλίσει μόνιμη κατοικία και καλή οικονομική κατάσταση για τη διατροφή και την εκπαίδευσή τους.
Συναφές είναι και το κριτήριο της σταθερής κατοικίας και επαγγελματικής δραστηριότητας του πατέρα, με ικανό ελεύθερο χρόνο για την ανατροφή του τέκνου και την ενασχόλησή του με αυτό. Ένα ευέλικτο ωράριο εργασίας, θα καθιστά δυνατή την προσαρμογή του πατέρα στις καθημερινές ανάγκες του τέκνου, όπως και να διαμορφώνονται, γεγονός που θα εκτιμηθεί εξόχως θετικά. Για τον πατέρα, προτιμότερο είναι η κατοικία να βρίσκεται στην περιοχή όπου έως την ηλικία εκείνη είχε μεγαλώσει το ανήλικο, ώστε εκείνο να μην αλλάξει περιβάλλον.
- Ο προσωπικός χρόνος που αφιερώνει ο πατέρας: Η απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης υπ’ αριθμ. 52/2016 ανέθεσε την επιμέλεια τρίχρονου αγοριού στον πατέρα, διότι η μητέρα ανέθετε την περιποίηση στον παππού του τέκνου ενώ ο πατέρας το περιποιούταν ο ίδιος και όταν έλειπε, είχε προσλάβει τροφό.
- Στην ΜΠρΠειρ 1221/2015 ανατέθηκε η επιμέλεια τρίχρονου τέκνου (κοριτσιού μάλιστα), στον πατέρα, κρισιολογώντας μεταξύ άλλων: «Η εργασία του ως εκπαιδευτικού ευνοεί την επίδειξη της αρμόζουσας φροντίδας για την ανατροφή της ανήλικης θυγατέρας του, στα καθήκοντά του δε αυτά έχει τη συνεχή συνδρομή και συμπαράσταση τόσο της μητέρας του όσο και του πατέρα του που διαμένουν στην ίδια περιοχή».
Συμπέρασμα: Το καλύτερο όλων είναι η ενασχόληση αποκλειστικά του γονέα με το τέκνο. Επειδή όμως αυτό ποτέ δεν θα είναι δυνατόν, ακολουθεί η επιλογή της «πρόσληψης» προσώπων του οικογενειακού περιβάλλοντος για τις ώρες που ο γονέας θα απουσιάζει: έτσι, ενισχύεται το δέσιμο του παιδιού με την ευρύτερη οικογένεια. Ύστατη μόνο λύση θα είναι η εξωτερική βοηθός. Στο παραπάνω παράδειγμα της απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η μητέρα δεν ασχολούταν ποτέ εκείνη με το ανήλικο τέκνο, για αυτό το λόγο προεκρίθη η επιλογή του πατέρα, μολονότι είχε προσλάβει τροφό, πλην όμως ασχολούταν και ο ίδιος αρκετές ώρες της ημέρας, πράγμα που δεν έκανε η μητέρα.
Δείτε για παράδειγμα την απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθήνας υπ’ αριθμ. 35/2009, που έκρινε αντίστοιχο θέμα από την πλευρά του πατέρα, αναθέτοντας προσωρινά την επιμέλεια στη μητέρα, «η μονομερής και αυθαίρετη συμπεριφορά του πατέρα να παραβιάσει την επιμέλεια του ανηλίκου και να το εκθέσει σε φυσική και ψυχική δοκιμασία αναθέτοντας εν τοις πράγμασι την επιμέλεια στους γονείς του, καταδεικνύει την έλλειψη υπευθυνότητας και την ανωριμότητά του να ανταποκριθεί στα πρόσθετα καθήκοντα και την αυξημένη ευθύνη που επιτάσσει το καθήκον άσκησης επιμέλειας του ανηλίκου».
- Μετρήσιμος παράγοντας είναι και η μέχρι πρότινος κατοικία των τέκνων. Με άλλα λόγια, το δικαστήριο προτιμά να μην αλλάζει την κατοικία όπου διαβιούν˙ αλλά και αν ακόμη το κάνει αυτό, διασφαλίζει τουλάχιστον ότι πρόκειται για κοντινές περιοχές ώστε να μη διαταράσσεται το σχολικό και φιλικό τους περιβάλλον. Στην ΜΠρΘεσ 866/2013 κρίθηκε ότι το συμφέρον του ανηλίκων τέκνων, όχι μόνο το ψυχικό, αλλά και το σύνολο της διαμορφώσεως της προσωπικότητας τους, υπαγόρευε τη μη απόσπασή τους από τον ενάγοντα πατέρα τους, λαμβανομένων υπόψη και των δηλωθέντων από τα ανήλικα τέκνα, κατά την επικοινωνία τους με τον δικαστή του δικαστηρίου αυτού και του ιδιαίτερου δεσμού που έχουν αναπτύξει με τον πατέρα τους, αλλά και του γεγονότος ότι αυτά από το φθινόπωρο του έτους 2004 και εντεύθεν κατοικούν με τον ενάγοντα πατέρα τους, ο οποίος συνεπικουρείται στη διατροφή αυτών από τους γονείς του οι οποίοι συγκατοικούν μαζί του, και επομένως, έχουν πλήρως εγκλιματισθεί στο εκεί περιβάλλον, και το σχολείο όπου αυτά είναι εγγεγραμμένα.
Η ΜΠρΑθ 11773/2013, ανέθεσε προσωρινά την επιμέλεια τέκνου στον πατέρα, διότι η μητέρα κατοικούσε μακριά από την περιοχή που μέχρι τότε κατοικούσε η οικογένεια (Διόνυσος), με πιθανή συνέπεια την αποκοπή των ανηλίκων από το φιλικό τους περιβάλλον. Επίσης, κρίσιμο στάθηκε και το γεγονός των πολύ καλύτερων συνθηκών διαβίωσης σε μία περιοχή όπως ο Διόνυσος, παρά στην Κυψέλη όπου κατοικούσε η μητέρα.
Κρίσιμη είναι δηλαδή η διαμόρφωση της ως τώρα διαδραμούσης κατάστασης, ήτοι με ποιόν έμενε ενδιάμεσα (π.χ. δυνάμει ιδιωτικού συμφωνητικού) το παιδί (ΕφΛαμ 1/2013). Είναι προφανές ότι η συνδρομή δικηγόρου ήδη από πολύ αρχικό στάδιο, θα προλειάνει το έδαφος και θα έχει δημιουργήσει ένα πλέγμα πραγματικών περιστατικών κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, ώστε η διαδικασία επί του ακροατηρίου να διεξαχθεί υπό τις καλύτερες δυνατόν προϋποθέσεις.
ΕφΛαμ 34/2013: «Εκείνο όμως που τα παιδιά έχουν μεγαλύτερη ανάγκη αυτή την περίοδο της ζωής τους είναι να αισθάνονται ασφάλεια και σταθερότητα και αυτό είναι δυνατό στο περιβάλλον που ήδη διαβιούν, στο οποίο όχι μόνο έχουν συνηθίσει αλλά τους παρέχεται φροντίδα και κάθε είδους βοήθεια από τον πατέρα τους. Κατά συνέπεια η επιμέλειά τους ,που έχει ήδη ανατεθεί προσωρινά στον πατέρα τους, πρέπει να του ανατεθεί και οριστικά».
ΜΠρΠειρ 2844/2016: «Το γεγονός ότι ήδη το ανήλικο διαμένει με τον ενάγοντα πατέρα του, την καταλληλότητα του οποίου δεν αμφισβήτησε η εναγόμενη, ούτε επικαλείται ότι παρουσιάστηκε κάποιο πρόβλημα στην ανάπτυξη και εξέλιξη του ανηλίκου τέκνου τους, αυτό δε αποτελεί εγγύηση ότι και στο μέλλον θα επιτελεί ο ενάγων το καθήκον του αυτό με την ίδια στοργή και γνώση, κρίνει ότι η άσκηση της επιμέλειας του προσώπου του ανήλικου τέκνου των διαδίκων,… πρέπει να ανατεθεί οριστικά στον ενάγοντα πατέρα του, ως το πλέον κατάλληλο για το έργο αυτό πρόσωπο».
- Στην ΑΠ 952/2007, είδαμε προηγουμένως ότι το δικαστήριο αποφάσισε την ανάθεση της γονικής μέριμνας των τέκνων στον πατέρα, διότι είχε τη δυνατότητα να τους εξασφαλίσει μόνιμη κατοικία και καλή οικονομική κατάσταση για την διατροφή και την εκπαίδευσή τους. Παράλληλα όμως, η ίδια αρεοπαγιτική απόφαση διατυπώνει και την καινοτόμο άποψη ότι η αντίληψη του ότι «παραδοσιακά η γονική μέριμνα των μικρής ηλικίας τέκνων πρέπει να ανατίθεται στη μητέρα τους λόγω του ότι αυτά έχουν ανάγκη της μητρικής στοργής και ιδιαιτέρων περιποιήσεων» ισχύει, κατά τις νεώτερες ιατρικές παιδαγωγικές και ψυχολογικές έρευνες, μόνο για τη νηπιακή ηλικία, για την οποία αναγνωρίζεται σαφής βιοκοινωνική υπεροχή στη μητέρα, ενώ για τον μεταγενέστερο χρόνο αναγνωρίζεται ο σοβαρός ρόλος του πατέρα στη διαμόρφωση των διαπροσωπικών σχέσεων του τέκνου.
Η αλήθεια είναι δηλαδή ότι κατά τη νηπιακή ηλικία, αναγνωρίζεται μία σαφής βιοκοινωνική υπεροχή της μητέρας από άποψη καταλληλότητας για τη γονική μέριμνα του τέκνου. Η άποψη που κρατούσε στην ελληνική δικαστηριακή πρακτική, πως ένα παιδί μικρότερο των 10 ετών έχει μεγάλη ανάγκη από την παρουσία της μητέρας του δίπλα του όλες τις ώρες της ημέρας, τείνει πλέον να εγκαταλειφθεί, με την έγκριση και του Αρείου Πάγου. Αυτή επομένως η εκ προοιμίου υπεροχή της μητέρας, ισχύει σήμερα μόνο για τη νηπιακή ηλικία.
- Η ψυχική πίεση που ασκεί η μητέρα – και προσπάθεια επιρροής – σε βάρος του πατέρα
Στην προσφάτως δημοσιευθείσα στο νομικό τύπο ΜΠρΑθ 7765/2016, το δικαστήριο πιθανολόγησε ότι τα αρνητικά συναισθήματα των παιδιών για τον πατέρα τους αποτελούν προϊόν υποβολής και ως εκ τούτου φαίνεται ότι βιώνουν μια άλλη μορφή ακραίας κακοποίησης (αποξένωση από τον πατέρα), «στοιχείο που πρέπει άμεσα να αντιμετωπιστεί ώστε να μην απειλείται περαιτέρω ο ψυχισμός τους και να επιτευχθεί η προστασία τους. Εκτιμάται ότι η ψυχοσυναισθηματική υγεία των παιδιών στο μητρικό περιβάλλον είναι επισφαλής και οι όροι διαβίωσής τους επιβάλλεται να τροποποιηθούν το συντομότερο δυνατόν».
Η εν λόγω απόφαση παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και για έναν ακόμα λόγο: παρά την ρητή συμφωνία των διαδίκων για την από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας των δύο ανηλίκων τέκνων τους, ηλικίας 13 και 11 ετών, την ανάθεση δε της επιμέλειάς τους στην μητέρα και τέλος την ρύθμιση του δικαιώματος επικοινωνίας του πατέρα με αυτά, αφαιρεί, τελικώς, την επιμέλεια από τη μητέρα και την αναθέτει προσωρινά στον πατέρα.
- Ένα ακόμα επιχείρημα που σε κάθε περίπτωση άρρενος τέκνου θα πρέπει να προστίθεται στη φαρέτρα του πατέρα, είναι μία νομολογία η οποία φαίνεται από χρόνια διαπλασμένη και σχηματοποιείται στην ΕφΑθ 7352/2002, η οποία αναφέρει πως ενόψει του ότι είναι αγόρι ο άμεσος δεσμός με τον πατέρα του θα τον βοηθήσει να αποκτήσει προσωπικότητα ανδρός, τυχόν δε ανάθεση της οριστικής επιμέλειας αυτού στην μητέρα του πιθανόν να δημιουργήσει ψυχικά τραύματα στον ανήλικο. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι σε αυτή την απόφαση άσκησε αναίρεση η μητέρα, ωστόσο και ο Άρειος Πάγος, με την υπ’ αριθμ. 486/2003 απόφασή του, επικύρωσε τα όσα έγιναν δεκτά από το Εφετείο.
- Λοιπά γεγονότα τα οποία θα καταδεικνύουν την ακαταλληλότητα της μητέρας για ανάληψη της επιμέλειας του τέκνου.
Μέχρι τώρα αναλύθηκαν παράγοντες οι οποίοι ενισχύουν τον ισχυρισμό περί καταλληλότητας του πατέρα. Στο βαθμό όμως που εκείνος δεν αγωνίζεται μόνος του, αλλά λαμβάνονται υπ’ όψιν και οι ιδιαιτερότητες της μητέρας, πολύ πιο εύκολα θα αναλάβει την επιμέλεια του τέκνου εάν όχι μόνο προβάλει την καταλληλότητά του ενώπιον του δικαστηρίου, αλλά καταδείξει και την ακαταλληλότητα της μητέρας προς αυτό.
Τα στοιχεία που συντείνουν σε αυτό τον σκοπό, είναι φυσικά άπειρα: ψυχολογικά προβλήματα, αδιαφορία, δαπάνη όλου του ελεύθερου χρόνου σε σχέση που έχει συνάψει, βεβαρημένο ωράριο εργασίας, εξαρτήσεις, αποτελούν μερικά μόνο από τα παραδείγματα που ενδεικτικά μπορούν να αναφερθούν. Η εκ του σύνεγγυς συζήτηση με το δικηγόρο σας, θα φέρει στην επιφάνεια, και τελικά ενώπιον του δικαστηρίου, γεγονότα δηλωτικά της ενδεχόμενης ανεπάρκειας της μητέρας.
3. Το ζήτημα της σύναψης σχέσης με άλλο πρόσωπο
Ενώ όμως η διατήρηση εξωσυζυγικής σχέσης δεν παίζει κατ’ αρχήν κάποιο ρόλο στα ζητήματα επιμέλειας, μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς τη θέση της μητέρας, εάν αποδειχθεί ότι εκείνη παραμέλησε τη σωστή ανατροφή και διαπαιδαγώγησή τους, εξ αιτίας του γεγονότος αυτού. Διότι αυτό δείχνει πως εκείνη δεν παρέχει τα εχέγγυα για σωστή ανατροφή τους, σε κάθε στιγμή στο μέλλον, όταν πιθανότατα συνάψει κάποιο δεσμό, ενώ σε καμία περίπτωση το παιδί δεν είναι προτεραιότητά της, όπως ακριβώς θα όφειλε.
Αλλά και στην περίπτωση του πατέρα, κατά κανόνα, νέα σχέση με άλλη γυναίκα, δεν συνιστά άνευ ετέρου επιβαρυντικό παράγοντα. Μάλιστα, στην ΜΠρΘεσ 3010/2014, η νέα φίλη του πατέρα είχε κι εκείνη τέκνα από προηγούμενο γάμο: ακριβώς η πολύ καλή σχέση των τέκνων του πατέρα με τα τέκνα της νέας του συντρόφου, αλλά και με αυτή την ίδια, προσμετρήθηκαν θετικά κατά την έκδοση της απόφασης του δικαστηρίου για την ανάληψη της αποκλειστικής επιμέλειας από την πλευρά του πατέρα.
Βλέπετε ότι το επιχείρημα που στη μία περίπτωση απετέλεσε ισχυρό πλεονέκτημα, σε κάποια άλλη κατέληξε ως το μειονέκτημα που στέρησε τελικά την επιμέλεια από το γονέα. Και το αντίστροφο. Αυτό είναι ενδεικτικό του ακόλουθου βασικού κανόνα: κάθε περίπτωση είναι μοναδική και πρέπει να κρίνεται συγκεκριμένα.
4. Η υπ’ αριθμ. 60/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών
Στην εντελώς προσφάτως δημοσιευθείσα 60/2017 απόφαση του ΜΠρΑθ, διαφαίνεται η απαρχή μίας προσέγγισης της ελληνικής νομολογίας, σε θέσεις που εδώ και χρόνια κρατούν σε χώρες των οποίων τα Δικαστήρια παρουσιάζουν ευαισθησία σε παγιωμένα πλέον συμπεράσματα των κοινωνικών επιστημών και της παιδοψυχολογίας[2].
Το δικαστήριο δέχθηκε χρονικά εναλλασσόμενη άσκηση της επιμέλειας ανήλικου τέκνου ηλικίας 11 ετών˙ τους ζυγούς μήνες με τον ένα γονέα και τους μονούς με τον άλλο. Μάλιστα, το γεγονός ότι η προσωρινή επιμέλεια είχε ανατεθεί στη μητέρα μέχρι τη συζήτηση των εκατέρωθεν αγωγών, δεν εμπόδισε τον πατέρα από το να αναλάβει την οριστική επιμέλεια του τέκνου – κατόπιν της κύριας δίκης – για τους μισούς μήνες του έτους. Έκρινε μάλιστα ο δικαστής, ότι η απόφαση του πατέρα να συγκατατεθεί στην προσωρινή ανάληψη της επιμέλειας από τη μητέρα, λόγω του νεαρού της ηλικίας του τέκνου, όχι μόνο δεν επιβάρυνε τη θέση του, αλλά «καταδεικνύει ωριμότητα αλλά και τη σοβαρότητα της πρόθεσής του να ασκήσει το λειτούργημά του με υπευθυνότητα». Για ακόμα μια φορά δηλαδή, ένας εν πρώτοις αρνητικός παράγοντας (όπως θα έλεγε κάποιος ότι αποτελεί η παραίτηση από την προσωρινή έστω επιμέλεια) τρέπεται, εν όψει συγκεκριμένων συνθηκών, σε θετικός τέτοιο, ο οποίος οδηγεί τελικά και στην οριστική ανάθεση της επιμέλειας.
Είναι προφανές ότι μία παρόμοια ρύθμιση και στην περίπτωσή σας, προϋποθέτει εύλογη απόσταση μεταξύ των κατοικιών των γονέων, ώστε να μη διαταράσσεται η ρουτίνα και το περιβάλλον του ανηλίκου (όπως αναφέρει η ΜΠρΑθ 60/2017: «Οι κατοικίες των γονέων καθώς και το σχολείο είναι σε κοντινή απόσταση με το αυτοκίνητο»).
5. Συμπέρασμα
Η νομολογία διατηρεί μία στάση ευνοϊκή προς τις μητέρες, όταν τίθενται ζητήματα επιμέλειας. Ωστόσο, τα τελευταία ιδίως χρόνια, παρατηρείται μία πιο ψύχραιμη και απαλλαγμένη αγκυλώσεων και κοινωνικονομικών προκαταλήψεων, τάση των δικαστηρίων.
Ήδη, ο θεσμός της συνεπιμέλειας, εκείνος δηλαδή που προσεγγίζει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο τη (διασπασθείσα) οικογένεια, δεν αποτελεί πλέον στον ελληνικό χώρο ανεπίτρεπτο μοντερνισμό, αλλά την καλύτερη κάλυψη των αναγκών και του συμφέροντος του τέκνου˙ όταν βέβαια και οι συνθήκες την καθιστούν δυνατή (βλ. καλή σχέση και κλίμα συναίνεσης και συνεργασίας μεταξύ των πρώην συζύγων). Συν τοις άλλοις, παγιωμένες για χρόνια αντιλήψεις περί καταλληλότητας μόνο της μητέρας για την επιμέλεια τέκνου έως σχεδόν (!) την εφηβεία του, υποχωρούν, μην αντέχοντας στα ευρήματα των νεότερων επιστημονικών δεδομένων. Το δικαστήριο δηλαδή για την ανάθεση επιμέλειας του τέκνου στον πατέρα, δεν θα πρέπει να φαντάζει πλέον σαν έναν αγώνα με προδιαγεγραμμένο τέλος. Η καλή γνώση της πλέον πρόσφατης νομολογίας από το συνήγορό σας, σε συνδυασμό με τη συνεχή συνεργασία και την εκμαίευση από εσάς δεδομένων, γεγονότων και πληροφοριών που ίσως να σάς φαντάζουν αδιάφορα αλλά καθόλου τέτοια δεν είναι, συνιστούν δύο πολύ βασικές προϋποθέσεις για τη θετική έκβαση των δικών που αφορούν στη σχέση γονέα – τέκνου, όπως είναι και το ζήτημα της επιμέλειας.
Το τρίπτυχο που θα οδηγήσει στην ανάληψη της γονικής μέριμνας από τον πατέρα, συμπληρώνεται με την αναζήτηση βοήθειας από τον συνήγορό σας, το συντομότερο δυνατό, ει δυνατόν και στο σημείο κατά το οποίο ξεκινούν να διαφαίνονται τα πρώτα σημάδια κλονισμού της έγγαμης συμβίωσης. Αυτό διότι, όπως είδαμε, την ίδια σημασία – και μεγαλύτερη ίσως – με τη διαμόρφωση των νομικών ενεργειών στην επ’ ακροατηρίω διαδικασία (με απλά λόγια: την ίδια σημασία με αυτό καθ’ αυτό το Δικαστήριο), έχει το πώς έχει προηγουμένως διαμορφωθεί η πραγματική κατάσταση με το παιδί. Εκείνος ο οποίος έχει προνοήσει για αυτό, μετά από συμβουλές στρατηγικής σημασίας από το συνήγορό του, θα αποκτήσει προφανές προβάδισμα κατά τον κρίσιμο χρόνο της εκδίκασης της υπόθεσης. Εξάλλου, σε στοιχεία δηλωτικά της ακαταλληλότητας της μητέρας, έχει με μεγαλύτερη ευχέρεια πρόσβαση ο πατέρας καθ’ ο διάστημα συζούν, παρ’ ότι μετά την μετοίκηση του ενός σε άλλο σπίτι[3], οπότε και τη μόνη λύση προς απόκτηση κρίσιμων εγγράφων θα αποτελούν εισαγγελικές διαδικασίες με τη βραδύτητα που συνεπάγονται αλλά και το αβέβαιο αποτέλεσμά τους.
[1] Αυτό μάλιστα έχει εντοπίσει η Ευρωπαϊκή Ένωση, και με ψήφισμα του Συμβουλίου προωθείται μία κατ’ αποτέλεσμα μορφής «εξισωτικού μέτρου» κατάσταση υπέρ του διαζευγμένου πατέρα.
[2] Απόσπασμα της καινοτόμου απόφασης ΜΠρΑθ 60/2017: «Επιφυλάξεις διατυπώθηκαν από την ελληνική θεωρία ως προς τη σκοπιμότητα αυτής της ρύθμισης, καθόσον η παράλληλη ύπαρξη δύο κέντρων ζωής θεωρείται ότι δημιουργεί στο τέκνο έλλειψη σταθερότητας και ανασφάλειας, που αναστατώνουν και απορρυθμίζουν τη ζωή του παιδιού. Επιπλέον προβλέπεται ότι θα δημιουργηθούν συνεχείς εντάσεις και τριβές μεταξύ των γονέων, καθόσον η εναλλασσόμενη ανατροφή απαιτεί μια πραγματική συνεργασία μεταξύ τους στις επιλογές και στη διαχείριση του ανηλίκου κατά τρόπο παραγωγικό.
Στο διεθνή χώρο, υποστηρίζεται σθεναρά ότι με την εναλλασσόμενη κατοικία, κατοχυρώνεται μια καλύτερη ισορροπία ανάμεσα στους γονείς, στη φροντίδα και ανατροφή των τέκνων, προσφέροντας στον ανήλικο τη δυνατότητα να διαβιεί στην καθημερινή του ζωή τόσο με τον πατέρα όσο και τη μητέρα. Το παιδί έχει δύο λειτουργικά σπίτια, την πατρική και μητρική του κατοικία. Ενθαρρύνεται έτσι η ισόρροπη επαφή του παιδιού και με τους δύο γονείς. Επιπλέον σημειώνεται ότι η κοινωνία έχει αλλάξει, η γυναίκα λόγω της επαγγελματικής της απασχόλησης βρίσκεται πλέον σε δυσκολία να φροντίσει μόνη της τα τέκνα, ενώ η σχέση των πατέρων με τα τέκνα τους δεν είναι η ίδια με αυτή που επικρατούσε παλαιότερα. Επιπλέον έχει παρατηρηθεί ότι δύο σαββατοκύριακα εναλλάξ το μήνα, δεν επιτρέπουν στον γονέα που δεν διαμένει με το τέκνο να ασκήσει μια πραγματική επιρροή στην ανατροφή των τέκνων του. Η θεματική δεν πρέπει να περιοριστεί μόνο σε νομικό επίπεδο, αλλά πρέπει να συμπεριλάβει και τις επιστημονικές ανακαλύψεις στους τομείς της ιατρικής και της ψυχολογίας.
Επισημαίνεται ότι από τις νεότερες ιατρικές και ψυχολογικές έρευνες δεν προκύπτει κανένα αρνητικό αποτέλεσμα από την κοινή ανατροφή, που μοιράζεται ισομερώς μεταξύ δύο σπιτιών. Αντίθετα, η ύπαρξη της διπλής κατοικίας θεωρείται ευεργετική και απαραίτητη για την προστασία της ισόρροπης ανάπτυξης του παιδιού. Τα παιδιά που ζουν εναλλάξ και με τους δύο γονείς με ίση κατανομή του χρόνου, ανέφεραν υψηλότερα επίπεδα ικανοποίησης από τη ζωή τους από εκείνα που υπάγονται σε άλλη ρύθμιση για χωρισμένες οικογένειες (Bjarnason/Arnarsson (2011), Joint physical custody and communication with parents: A cross – national study of children in 36 western countries, Journal of Comparative Family Studies, 42, σ. 871-890• Bauserman (2002), Child adjustment in joint-custody versus sole-custody arrangements: a meta analytic review, Journal of Family Psychology, 16, σ. 91-102)».
[3] Ακόμα και το εάν θα μετοικήσει ο πατέρας σε σπίτι πλησίον ή μακριά από το παιδί, παίζει ρόλο στη δίκη της επιμέλειας! (βλ. ΜΠρΘες 6654/2014). Είναι πολύ σημαντική η στρατηγικά διαμόρφωση των πραγματικών περιστατικών κατά τον προγενέστερο της συζήτησης στο ακροατήριο χρόνο.