Τρανς Γονεϊκότητα: Η ανάγκη παρουσίας του γονέα στην ζωή του παιδιού του και το κακώς εννοούμενο κριτήριο της «σταθερότητας» ως πρόσχημα για τον αποκλεισμό του.
yiannatsis2023-11-23T16:57:03+00:00Ηλίας Γιαννατσής, Δικηγόρος
Η νομική θεωρία αρέσκεται να περιγράφει το οικογενειακό μας δίκαιο ως «παιδοκεντρικό». Στα βιβλία μας, τα δικόγραφα και τις δικαστικές αίθουσες, τα επιχειρήματα ανοίγουν και κλείνουν «υπέρ του συμφέροντος του τέκνου». Γονείς, δικηγόροι και δικαστές πράττουμε για «το καλό του παιδιού» και ό,τι αποφασίζεται στην ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών γίνεται στο όνομά του.
Με την από 11/04/2011 απόφασή του, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου επικύρωσε τον αποκλεισμό μίας τρανς μητέρας από το ανήλικο τέκνο της εκ μέρους των ισπανικών αρχών. Η προσφεύγουσα στο ΕΔΔΑ επικαλέστηκε παραβίαση του κατοχυρούμενου στο άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δικαιώματος στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή και της αρχής απαγόρευσης διακρίσεων του άρθρου 14 της Σύμβασης ισχυριζόμενη ότι η φυλομετάβασή της αποτέλεσε την αιτία για τον περιορισμό του δικαιώματος επικοινωνίας της με το τέκνο της, το οποίο έως τότε ασκούσε κανονικά. Η προσφυγή απερρίφθη υιοθετώντας το σκεπτικό των ισπανικών δικαστηρίων: ο περιορισμός του δικαιώματος επικοινωνίας δεν έγινε λόγω της διεμφυλικότητας της μητέρας αλλά χάριν του συμφέροντος του παιδιού, το οποίο είχε ανάγκη «σταθερότητας», και την οποία η φυλομετάβαση του γονέα απειλούσε. Τα ισπανικά δικαστήρια, σύμφωνα με τη σκέψη του ΕΔΔΑ, δεν στηρίχθηκαν σε «διάκριση» σε βάρος της διεμφυλικότητας αλλά στην έκθεση του ψυχιάτρου, στο πλαίσιο της οποίας η προσφεύγουσα διαγνώστηκε ως «ψυχικά ασταθής».
Τον Ιανουάριο του 2017 το Οικογενειακό Δικαστήριο του Μάντσεστερ έκανε δεκτό τον αποκλεισμό μίας ακόμη τρανς μητέρας από την άμεση επαφή με τα τέκνα της εξειδικεύοντας την έννοια του συμφέροντος αυτών ως εξής: Τα παιδιά και η ίδια η τρανς μητέρα τους πριν την φυλομετάβασή της αποτελούσαν μέλη της υπερορθόδοξης εβραϊκής κοινότητας του Μάντσεστερ. Ήταν κοινή επιθυμία των γονέων η ανατροφή και η διαπαιδαγώγησή τους εντός του αυστηρού πλαισίου αυτής της κοινότητας. Μετά την αποχώρηση της τρανς μητέρας από την κοινότητα και την διαδικασία φυλομετάβασής της, το δικαστήριο έκρινε ότι τυχόν άμεση επικοινωνία αυτής με τα τέκνα της θα σήμαινε τον εξοστρακισμό τους από την κοινότητα με την οποία συνυφαίνονταν η ύπαρξη και η ανάπτυξή τους. Τα παιδιά δεν μπορούσαν να ζήσουν εκτός της κοινότητας και το συμφέρον τους επέτασσε ότι ήταν η τρανς μητέρα τους αυτή που έπρεπε να εξοστρακιστεί.
Δύο διαφορετικές αποφάσεις ορόσημα για τα δικαιώματα των τρανς γονέων των οποίων το υπόβαθρο είναι εν τέλει κοινό: Το συμφέρον των παιδιών επιβάλλει ο τρανς γονέας να είναι απών.
Τι νοείται πραγματικά ως συμφέρον του τέκνου;
Σύμφωνα με το δίκαιό μας κάθε απόφαση των γονέων, καθώς και η ρύθμιση της άσκησης της γονικής μέριμνας μετά το διαζύγιο ή την διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης από το δικαστήριο, πρέπει να αποβλέπει στο συμφέρον του τέκνου. Το συμφέρον του τέκνου είναι μία αόριστη νομική έννοια, η οποία εξειδικεύεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Δεν έχει δηλαδή κάποιο προκαθορισμένο από το νόμο περιεχόμενο, αντίθετα αποτελεί έργο του δικαστή να εξεύρει τι είναι καλύτερο για το παιδί σε κάθε περίπτωση.
Αξιοσημείωτο είναι ότι ο δικαστής κατά την απόφασή του αυτή «πρέπει να σέβεται την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις εξαιτίας του φύλου, της φυλής, της γλώσσας, της θρησκείας, των πολιτικών ή όποιων άλλων πεποιθήσεων, της ιθαγένειας, της εθνικής ή κοινωνικής προέλευσης ή της περιουσίας».
Η προστασία του συμφέροντος του παιδιού αποτελεί κοινό τόπο και της διεθνούς έννομης τάξης. Σύμφωνα με τη Σύμβασης της Νέας Υόρκης για τα Δικαιώματα του Παιδιού (η οποία κυρώθηκε με τον Ν. 2101/1992 και αποτελεί πλέον και εθνικό μας δίκαιο) το παιδί έχει το δικαίωμα να μη αποχωρίζεται τους γονείς του χωρίς τη θέλησή τους, παρά μόνο στην περίπτωση που ο χωρισμός αυτός είναι αναγκαίος για το συμφέρον του.
Το πότε υφίσταται η εν λόγω «αναγκαιότητα» αποχωρισμού, πότε δηλαδή ο αποχωρισμός μπορεί να διαταχθεί ως αναγκαίο μέτρο, αποτελεί κρίση διερχόμενη από την αρχή της αναλογικότητας, όπως αυτή κατοχυρώνεται από το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και την παράγραφο 1 του άρθρου 25 του Συντάγματος.
Από τη στιγμή λοιπόν που αποτελεί κοινό τόπο ότι συμφέρον του παιδιού είναι να παραμένουν και οι δύο «καλοί» γονείς στην ζωή του, ζήτημα είναι πότε μπορεί πραγματικά ο αποχωρισμός του από τον έναν γονέα να γίνεται για το καλό του. Πώς μπορεί το κριτήριο της σταθερότητας με το οποίο συνδέεται η ευημερία του παιδιού να ερμηνεύεται με τρόπο που να το αποκλείει από τον ίδιο του τον γονέα, με τον οποίο αξιωματικά συνδέεται η έννοια της σταθερότητάς του; Σε κάθε περίπτωση ποιό είναι το αναγκαίο μέτρο, η κόκκινη γραμμή την οποία η έννομη τάξη πρέπει να τραβήξει και να πει ως εδώ, για να απομακρύνει έναν γονέα από το παιδί του;
Ας δούμε λίγο πιο αναλυτικά το κριτήριο της «σταθερότητας»﮲
Μία στερεότυπη δικαστική απόφαση που ρυθμίζει την άσκηση της γονικής μέριμνας μετά το διαζύγιο ή την διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης των γονέων αναθέτοντας την στο πρόσωπο του ενός γονέα και ρυθμίζοντας το δικαίωμα επικοινωνίας του άλλου γονέα αναφέρει τα εξής:
«[…]κατά τη ρύθμιση όμως του δικαιώματος επικοινωνίας λαμβάνεται υπόψη πρωτίστως το συμφέρον του τέκνου, που υπάρχει όταν η επικοινωνία αυτή συντελεί στην ανάπτυξη του ψυχικού κόσμου και της προσωπικότητας του ανηλίκου. Το δικαίωμα της επικοινωνίας δεν αναιρείται από οποιαδήποτε υπαιτιότητα του γονέα για τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσής του ούτε μπορεί να αποκλειστεί, παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου η άσκησή του με οποιοδήποτε τρόπο θα απέβαινε επιβλαβής για τον ανήλικο. Το συμφέρον του τέκνου, ως κριτήριο για την ρύθμιση του δικαιώματος επικοινωνίας του γονέα με το τέκνο, αποτελεί αόριστη νομική έννοια, που εξειδικεύεται από το δικαστήριο ανάλογα με τις συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης, συνεκτιμώντας τα πραγματικά περιστατικά που προκύπτουν με βάση αξιολογικά κριτήρια, αντλούμενα από τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας, λαμβάνοντας υπόψη και τα πορίσματα της εξελικτικής ψυχολογίας και παιδοψυχιατρικής».
«[…] Είναι δε κοινώς γνωστό, σύμφωνα με τα πορίσματα της επιστήμης, ότι τα παιδιά έχουν ανάγκη κατοχύρωσης της συναισθηματικής μονιμότητας, της σταθερότητας και της συνέχειας στη φροντίδα τους, που θα τους επιτρέψει να αναπτύξουν έναν ασφαλή ψυχοσυναισθηματικό δεσμό με το βασικό πρόσωπο φροντίδας τους […]. Η σταθερότητα αυτή επιτυγχάνεται χάρη στο σταθερό χώρο κατοικίας, στη συνέχεια στη φροντίδα, στη σταθερότητα του βασικού προσώπου φροντίδας, στο ήρεμο κλίμα που επικρατεί στις οικογενειακές σχέσεις, τη σαφήνεια των ρόλων, των χώρων και των σχέσεων».
Με απλά λόγια: το παιδί χρειάζεται ασφάλεια και σταθερότητα. Οτιδήποτε απειλεί αυτή την σταθερότητα νοείται ενάντια στο συμφέρον του και «μένει απ’ έξω».
Το ερώτημα είναι φυσικά τι σημαίνει το σπίτι και η σταθερότητα για ένα παιδί; Ένα σπίτι είναι ασφαλές επειδή εκεί είναι οι γονείς του, τα άτομα που το αγαπούν και το φροντίζουν. Όταν η συμβίωσή τους διασπάται, αποτελεί βασική αρχή του δικαίου μας ότι πρέπει να εμμείνουμε στο συμφέρον του παιδιού: το παιδί να μείνει κατά το δυνατόν αλώβητο από την διαμάχη των γονέων, να βρούμε την καλύτερη γι’ αυτό λύση ανεξαρτήτως της υπαιτιότητας για την διάσπαση ή/και το διαζύγιο. Εξ ου ο χαρακτηρισμός παιδοκεντρικό. Δεν έχει σημασία ποιός φταίει για το γάμο, τι πήγε στραβά, πρέπει να κοιτάξουμε τα παιδιά.
Πώς είναι δυνατόν να διατηρηθεί διαφορετικά αυτή η σταθερότητα, αν όχι με την διατήρηση ισόρροπων επαφών και με τους δύο του γονείς; Όταν λέμε ότι δεν πρέπει να αλλάξει κάτι για το παιδί, δεν μπορεί παρά να σημαίνει ότι αυτό θα συνεχίσει να έχει και τους δύο γονείς του, όπως τους είχε και πριν, χωρίς να έχει σημασία αν αυτοί θα βρίσκονται στο ίδιο σπίτι. Αλλιώς θα μπορούσαμε να καταργήσουμε τα διαζύγια εν ονόματι της σταθερότητας ή να νοήσουμε την οικογένεια ως έναν υλικό τόπο, όπου σημασία έχουν οι τοίχοι του σπιτιού και όχι η ψυχική επαφή με τους γονείς, που δίνουν στο παιδί το αίσθημα της ασφάλειας και της σταθερότητας.
Με αυτό λοιπόν το δεδομένο, πότε η μπορεί η κοινή επιμέλεια ή ακόμη και η επικοινωνία με τον έναν γονέα να απειλήσει την σταθερότητα του παιδιού;
Όταν ένας γονέας δεν είναι βίαιος, δεν είναι κακοποιητικός απέναντι στο παιδί, πώς μπορούμε να το στερήσουμε από τον γονέα του; Η νομολογία έχει κρίνει ότι ακόμη και η εργασία στο σεξ ή η απλή χρήση και κατοχή ναρκωτικών ουσιών από μόνη της δεν αποτελεί λόγο αποκλεισμού ενός γονέα από την επικοινωνία του με το παιδί. Σύμφωνα με αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων γονέας κακοποιητικός απέναντι στον άλλο γονέα δεν στερείται του δικαιώματος επικοινωνίας του με το παιδί του, εφόσον δεν συνάγεται επικινδυνότητα για το ίδιο. Ακόμη και η συνήθης εσφαλμένη ψυχιατρικοποίηση της διεμφυλικότητας δεν θα μπορούσε να αποτελέσει πάτημα για τον περιορισμό του δικαιώματος επικοινωνίας, εφόσον δεν προκύπτει ότι μπορεί να υπάρξει κάποιος κίνδυνος για το παιδί.
Αποτελεί λοιπόν λόγο αποκλεισμού η φυλομετάβαση; Είναι ο τρανς γονέας του ένας «κακός γονέας» εξ ορισμού, έτσι ώστε ο αποκλεισμός του να αποβαίνει το πρόσφορο, ανάλογο και αναγκαίο για το συμφέρον του τέκνου μέτρο; Το ερώτημα τελικά είναι ποιός κίνδυνος μπορεί να υπάρξει για το παιδί από την επαφή με τον τρανς γονέα του.
Ο αποκλεισμός των τρανς ατόμων από την κοινωνία αρχίζει από τον ξεριζωμό τους από τον πυρήνα αυτής, την ίδια τους την οικογένεια. Ο νόμος 4491/2017 θέτει ως προϋπόθεση για την νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου το άγαμο αυτών. Ουσιαστικά εξαναγκάζει ακόμη και ζευγάρια, για τα οποία η διεμφυλικότητα του ενός γονέα δεν αποτελεί λόγο κλονισμού του γάμου τους, στον δικαστικό χωρισμό. Αντίστοιχα, περιορίζει τις έννομες συνέπειες της αναγνώρισης ταυτότητας φύλου όσον αφορά τα παιδιά: για τα παιδιά και τα επίσημα έγγραφά τους ο τρανς γονέας τους δεν θα αναγραφεί ποτέ με την ορθή ταυτότητα φύλου του. Το “misgendering “ είναι απαραίτητο για το νομικό status των παιδιών, την προέλευσή τους από τον πατέρα και την μητέρα τους, «τη σαφήνεια των ρόλων, των χώρων και των σχέσεων». Το συμφέρον των τέκνων ορθώνεται πάλι ως ένας τοίχος στο δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή των τρανς ατόμων, τα οποία πρέπει να εμπεδώσουν ότι η ταυτότητα φύλου τους δεν μπορεί να συμβαδίσει με την γονεϊκότητα, όχι γιατί φοβόμαστε την διεμφυλικότητά τους αλλά για «το καλό των παιδιών». Μην ξεχνάμε την διαδεδομένη ακόμη σε πολλές χώρες (και προϊσχύουσα και στη χώρα μας πριν το ν. 4491/2017) πρακτική της στείρωσης και των υποχρεωτικών χειρουργικών επεμβάσεων επαναπροσδιορισμού φύλου ως προϋπόθεση για την νομική αναγνώριση ταυτότητας φύλου. Η τρανσφοβία είναι σαφής: Ο τρανς γονέας δεν μπορεί και δεν πρέπει να υπάρξει.
Η τρανσφοβική αυτή στάση δεν μπορεί παρά να παρεισφρήσει κεκαλυμμένη και στις αποφάσεις των δικαστηρίων. Δεν φταίει που είναι διεμφυλική, φταίει που είναι «ψυχικά ασθενής». Δεν παίζει ρόλο ότι είναι διεμφυλική, φταίει που η κοινότητα δεν την επιθυμεί, φταίει που τα παιδιά θα στιγματιστούν ή θα τρομάξουν από τον γονέα τους που «αλλάζει». Θυμίζει το γνωστό επιχείρημα, που αντιστρέφει το πρόβλημα, στην περίπτωση της τεκνοθεσίας από τα ομόφυλα ζευγάρια: «Τα παιδιά που θα μεγαλώσουν σε έναν ομοφοβικό κόσμο δεν τα σκέφτονται;». Η ψυχιατρικοποίηση δεν αποτελεί παρά μία κεκαλυμμένη δυσμενή διάκριση, η οποία αντανακλά εν τέλει τον ίδιο τον φόβο του δικαστή και της κοινωνίας για τον τρανς γονέα. «Φοβόμαστε» ότι κάτι μπορεί να συμβεί στο παιδί από την «έκθεση στη διεμφυλικότητα», η οποία τελικά έχει εντυπωθεί μέσα μας σαν αρρώστια.
Παράλληλα, οι αυτές δικαστικές αποφάσεις επικαλούνται αφενός την απαγόρευση διακρίσεων και αφετέρου την σύγχρονη παιδοψυχιατρική κατά τη ρύθμιση της γονικής μέριμνας. Οι έρευνες αποφαίνονται ομόφωνα: επιβλαβές για τα παιδιά δεν είναι το ότι βλέπουν τον γονέα τους να «αλλάζει», εφόσον ο γονέας τους μένει εκεί και θα μένει εκεί και μετά τη μετάβασή του﮲ επιβλαβής είναι ο διασυρμός του από τον άλλο γονέα, το στίγμα με το οποίο φορτίζει αυτόν και τα ίδια τα παιδιά η κοινότητα.
Μην ξεχνάμε ότι η προκαλούμενη από τον ασκούντα την επιμέλεια των τέκνων αποξένωση του άλλου γονέα αποτελεί στοιχείο κακής άσκησης της γονικής μέριμνας και δικαιολογεί την αφαίρεσή της, ενώ η αδυναμία των Κρατών Μελών να διασφαλίσουν το δικαίωμα επικοινωνίας γονέων και τέκνων σε περιπτώσεις αποξένωσης που μεθοδεύεται από τον έναν γονέα σε βάρος του άλλου έχει καταδικαστεί και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου!
Την ίδια στιγμή το Συμβούλιο της Ευρώπης καλεί τα Κράτη Μέλη να άρουν τις διακρίσεις σε βάρος των τρανς γονέων και να διασφαλίσουν τα δικαιώματα των ίδιων και των παιδιών τους.
Οι τρανς γονείς δεν μπορούν άλλο να εξαναγκάζονται στην αφάνεια και τα παιδιά τους δεν μπορούν να εξαναγκάζονται στην απομάκρυνση από τους γονείς τους «για το καλό τους». Η διασφάλιση της παρουσίας των τρανς γονέων στην ζωή των παιδιών τους είτε μέσω της επιμέλειας είτε μέσω του δικαιώματος επικοινωνίας αποτελεί θετική υποχρέωση του κράτους μας και το δίκαιο μας δεν μπορεί να αξιώνει τον τίτλο «παιδοκεντρικό» μέχρι να βάλει πραγματικά αυτά τα παιδιά στο επίκεντρο.