Ιούνιος 2024 – Πλημμελειοδικείο Χαλκίδας 1772/2024 – Εικονικά Τιμολόγια – Αθώωση κατηγορουμένου

Ιούνιος 2024 – Πλημμελειοδικείο Χαλκίδας 1772/2024 – Εικονικά Τιμολόγια – Αθώωση κατηγορουμένου

Έκδοση της υπ’ αριθ. ΑΜ 1772/2024 απόφασης του Α’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκίδας – Εικονικά Τιμολόγια: Αθώωση κατηγορουμένου για το αδίκημα της λήψης εικονικών τιμολογίων για ανύπαρκτη στο σύνολο της συναλλαγή κατ’ εξακολούθηση

Κατόπιν διενέργειας φορολογικού ελέγχου από την αρμόδια ΔΟΥ και έκδοσης σχετικής έκθεσης, ασκήθηκε ενώπιον της Εισαγγελίας μηνυτήρια αναφορά και εν συνεχεία ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά του εντολέα μας, ως φερόμενου λήπτη των τιμολογίων που καταχωρίσθηκαν στα λογιστικά βιβλία της εταιρείας, της οποίας τυγχάνει Διευθύνων Σύμβουλος. Ενώπιον του Ακροατηρίου προτάθηκε η άρνηση κατηγορίας και οι αυτοτελείς μας ισχυρισμοί, συνιστάμενοι α) στο απαράδεκτο της ποινικής δίωξης λόγω έλλειψης έκδοσης (σε χρόνο προγενέστερο της μηνυτήριας αναφοράς) πράξης οριστικού, ή έστω διορθωτικού προσδιορισμού φόρου (στοιχείο απαραίτητο σύμφωνα με τον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, ά. 55Α σε συνδυασμό με την παρ. 2 του ά. 68), προκειμένου να προσδιορισθεί το ακριβές ύψος του φόρου που φέρεται να διέφυγε ο κατηγορούμενος, β) στην παραγραφή της πράξης κατ’ εφαρμογής της αρχής του ευμενέστερου νόμου και δη, του ν. 4745/2020, δυνάμει του οποίου η έναρξη της παραγραφής εκκινεί από την τέλεση της άδικης πράξης, ήτοι την παραλαβή προς καταχώρηση των τιμολογίων, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη ότι δεν εμφιλοχώρησε κάποιο ανασταλτικό της παραγραφής γεγονός, ελλείψει έκδοσης πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου, γ) στην παραγραφή του δικαιώματος της Φορολογικής Αρχής προς έκδοση εκτελεστής διοικητικής πράξης (προσδιορισμού φόρου) κατ’ ά. 36 ΚΦΔ, που συνιστά, ως προελέχθη, ελάχιστη δικονομική προϋπόθεση του παραδεκτού της ποινικής διώξεως, δ) στην μη πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης, λόγω μη προσδιορισμού του ύψους του φόρου και ε) στην πραγματική πλάνη του εντολέα μας, που αποκλείει τον δόλο και κατ’ επέκταση τον άδικο χαρακτήρα της πράξης, καθόσον ο ίδιος δεν γνώριζε την εικονικότητα ως προς το πρόσωπο του εκδότη των τιμολογίων.

Η δε άρνηση της κατηγορίας συνίστατο στην έλλειψη της ειδικής υπόστασης του αδικήματος και ειδικότερα, στο γεγονός ότι η συναλλαγή ήταν υπαρκτή στο σύνολό της, καθώς και ότι ο εντολέας μας δεν είχε γνώση της εικονικότητας, ούτε βέβαια η άγνοια του αυτή ήταν υπαίτια, αφού είχε λάβει όλα τα μέτρα που οφείλει να λαμβάνει ο μέσος συναλλασσόμενος.

Από τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν και την εν γένει αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκε ότι η συναλλαγή ήταν υπαρκτή και ο εντολέας μας τελούσε σε πραγματική πλάνη. Ειδικότερα, όπως προέκυψε από την ανάγνωση των εγγράφων που προσκομίσθηκαν από την πλευρά της υπεράσπισης, τα αντικείμενα που αφορούσαν τα επίδικα τιμολόγια, πράγματι παρελήφθησαν από το αρμόδιο τμήμα παραλαβής, ενώ το Δικαστήριο πείσθηκε για το ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε πραγματική διαχειριστική εξουσία επί των καθημερινών συναλλαγών και ως εκ τούτου δεν θα μπορούσε να έχει γνώση ότι πίσω από την εταιρεία υποκρύπτεται άλλο (ανύπαρκτο συναλλακτικά) πρόσωπο. Βεβαιώθηκε, περαιτέρω, ότι η εκδότρια εταιρεία είχε έδρα σε διαφορετικό μέρος από την λήπτρια εταιρεία και ως εκ τούτου δεν ήταν εφικτός ο επιτόπιος έλεγχος, ενώ όπως προέκυψε και από τα βιβλία δημοσιότητας στο Γ.Ε.ΜΗ., η εταιρεία ήταν καταχωρημένη και υπήρχε πλήρης αντιστοίχιση μεταξύ του δηλωθέντος ΑΦΜ και του ΑΦΜ που εμφαινόταν στα τιμολόγια.

Μετά ταύτα, κατορθώνοντας την εξασφάλιση και Απαλλακτικής Εισαγγελικής Πρότασης, το Δικαστήριο έκρινε αθώο τον κατηγορούμενο και τον απάλλαξε από κάθε κατηγορία.