Ευρωπαϊκή Διαταγή Πληρωμής – Ένας άμεσος και αποτελεσματικός θεσμός στο οπλοστάσιο του δανειστή και η αποτελεσματική άμυνα του οφειλέτη

Ευρωπαϊκή Διαταγή Πληρωμής – Ένας άμεσος και αποτελεσματικός θεσμός στο οπλοστάσιο του δανειστή και η αποτελεσματική άμυνα του οφειλέτη

LEGAL INSIGHT

Μάιος 2023


Σταύρος Θεοδωρόπουλος, Δικηγόρος

I. Εισαγωγικά, τί είναι η Ευρωπαϊκή Διαταγή Πληρωμής;

Σύμφωνα με το άρθρο 67 παρ. 4 Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης «Η Ένωση διευκολύνει την πρόσβαση στη δικαιοσύνη, ιδίως με την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών και εξώδικων αποφάσεων σε αστικές υποθέσεις».

Βασικός, διακηρυγμένος στόχος των ιδρυτικών συνθηκών είναι η εμπέδωση ενός χώρου «ασφάλειας και δικαιοσύνης». Για την επίτευξή του, απαραίτητη κρίνεται η κυκλοφορία των δικαστικών αποφάσεων και εκτελεστών τίτλων εντός των συνόρων της ένωσης χωρίς, όμως, [αδικαιολόγητα (πρβλ. ά. 323 παρ. 5, 905 παρ. 2 ΚΠολΔ)] εθνικά εμπόδια.

Προέκυψε, λοιπόν, η ανάγκη θεσμοθέτησης ειδικής «ευρωπαϊκής» διαδικασίας για τις αξιώσεις, αστικές και εμπορικές, που ενέχουν στοιχείο διασυνοριακότητας1, οι οποίες δεν αμφισβητούνται και είναι βεβαιωμένες και εκκαθαρισμένες, ώστε να διευκολυνθεί η ταχεία και αποτελεσματική είσπραξή τους, χωρίς τα έξοδα και την χρονοτριβή που παρουσιάζεται στις αμφισβητούμενες αξιώσεις. Άλλωστε, παρόμοια διαδικασία γνωρίζουν όλα τα εθνικά συστήματα δικονομίας, όπως και το ελληνικό. Οι εθνικές όμως διαδικασίες δεν είναι δυνατό να υπερβούν των ζητημάτων που δημιουργούνται από την ευρωπαϊκή διασυνοριακότητα, από το γεγονός δηλαδή ότι κάθε έννομη τάξη ρυθμίζει πρωταρχικώς «τα του οίκου της». Παράλληλα, οι ανομοιογένειες μεταξύ των εθνικών ρυθμίσεων δημιουργούν προβλήματα, τα οποία βλάπτουν εν τέλει τον ελεύθερο ανταγωνισμό μεταξύ των αγορών της ένωσης. «Τα εμπόδια που προκύπτουν όσον αφορά την πρόσβαση σε αποτελεσματική δικαιοσύνη σε διασυνοριακές υποθέσεις και η στρέβλωση του ανταγωνισμού μέσα στην εσωτερική αγορά η οποία οφείλεται σε ανισορροπίες ως προς τη λειτουργία των διαδικαστικών μέσων που διατίθενται στους πιστωτές στα διάφορα κράτη μέλη, απαιτούν κοινοτική νομοθεσία η οποία να κατοχυρώνει την ύπαρξη ισότιμων όρων για τους δανειστές και τους οφειλέτες σε όλη την Ε.Ε.» (σκ. 8 Καν 1896/2006).

Η ανάγκη αυτή οδηγεί στην θεσμοθέτηση του Καν 1896/2006, περί Ευρωπαϊκής Διαταγής Πληρωμής. Πρόκειται για μία ρύθμιση αμιγώς «ευρωπαϊκή», συμπληρωματική προς τις εθνικές διαδικασίες που κατατείνουν στην παροχή έννομης προστασίας. Είναι επίσης μία «τεχνοκρατική» διαδικασία καθώς επιστρατεύεται εκτεταμένη χρήση ήδη τυποποιημένων παραρτημάτων, σε μία προσπάθεια συγκέντρωσης εκείνων μόνο των στοιχείων της απαίτησης, που είναι όλως απαραίτητα για τον σαφή ορισμό της. Προβλέπονται, επίσης, εκτεταμένες απαιτήσεις πραγματικής ενημέρωσης του καθ’ ου (πλήρης βεβαιότητα ή πολύ μεγάλη πιθανότητα ότι η ΕΔΠ παραδόθηκε πραγματικά στον παραλήπτη της) για να εξασφαλίζεται η δυνατότητα ανταπόκρισης στην κοινοποιούμενη ΕΔΠ αλλά και για να προβλέπονται με ασφάλεια δικαίου οι (αυστηρές) συνέπειες της μη ανταπόκρισης. Η, δε, ανταπόκριση, ή η μη ανταπόκριση, του οφειλέτη (υποβολή δήλωσης αντιρρήσεων) ολοκληρώνει την ευρωπαϊκή διαδικασία του εν λόγω Κανονισμού. Άλλωστε, σκοπός της διαδικασίας είναι η τάχιστη εκκαθάριση των μη αμφισβητούμενων αξιώσεων με τον άμεσο εφοδιασμό του δανειστή τους με αντίστοιχο τίτλο που θα διευκολύνει την είσπραξη. Εφόσον δεν αμφισβητηθεί εμπρόθεσμα η ΕΔΠ, τότε καθίσταται εκτελεστή σε όλα τα Κράτη Μέλη.

Συνοπτικά, τα κυριότερα χαρακτηριστικά της ΕΔΠ είναι2:

(1) η ex parte διαδικασία,

(2) η δημιουργία ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου, και

(3) η δημιουργία αντιδικίας κατ’ ανάστροφο τρόπο, ήτοι με πρωτοβουλία του οφειλέτη.

II. Προϋποθέσεις έγκυρης έκδοσής της και η προστασία του καθ’ ου η Διαταγή Πληρωμής.

Στον κανονισμό διαγράφεται ένα πολυεπίπεδο σύστημα προϋποθέσεων έκδοσης της ΕΔΠ, ή, αντιστρόφως ιδωμένο, προστασίας του καθ’ου, αναφορικά με την δέουσα ενημέρωση του τελευταίου, τον τρόπο απάντησης του, τον τρόπο δράσης του σε περίπτωση που δεν ενημερώθηκε δεόντως, αλλά και εκ των υστέρων, εφόσον η ΕΔΠ κατέστη εκτελεστή.

Α. Η προστασία του καθ’ ου η Ευρωπαϊκή Διαταγή Πληρωμής εκκινεί από την ενδελεχή ενημέρωσή του (επίδοση ΕΔΠ και απαραίτητο περιεχόμενο ενημέρωσης). Ο κανονισμός απαιτεί πλήρη και πραγματική ενημέρωση του. Έτσι:

Το (τυποποιημένο) περιεχόμενο της ΕΔΠ, πληροφορεί τον οφειλέτη για τις δυνατότητές του: (α) να καταβάλει το ποσό το οποίο αναγράφεται στην ΕΔΠ, (β) να αντιταχθεί στην ΕΔΠ με την υποβολή Δήλωσης Αντιρρήσεων ενώπιον του Δικαστηρίου Έκδοσης εντός προθεσμίας 30 ημερών από την κοινοποίηση της ΕΔΠ. Ενημερώνεται επίσης και για τη νομική σημασία της ΕΔΠ αλλά και τις συνέπειές της, δηλ.: (γ) ότι η ΕΔΠ έχει εκδοθεί βάσει των στοιχείων που παρέσχε ο αιτών στο Δικαστήριο, χωρίς επί της ουσίας έλεγχο της αξίωσης, (δ) ότι εάν δεν υποβληθεί Δήλωση Αντιρρήσεων, η ΕΔΠ θα καταστεί εκτελεστή, και (ε) ότι εάν υποβληθεί Δήλωση Αντιρρήσεων, η διαδικασία θα μεταπέσει στην προσήκουσα εθνική διαδικασία προκειμένου να διαγνωσθεί η απαίτηση του αιτούντος. Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται ουσιαστική ενημέρωση του καθ’ ου ακόμη και εκείνου που δεν είναι εξοικειωμένος με νομικές έννοιες, προκειμένου να μπορεί να πάρει συνειδητά απόφαση αναφορικά με τις ενέργειές του, εντός του στενού χρονικού πλαισίου των 30 ημερών. Στο τυποποιημένο έντυπο της ΕΔΠ ευρίσκονται και επιπλέον πληροφορίες: το εκδόν Δικαστήριο, τα ονόματα του αιτούντος και του καθ’ ου και ενδεχομένως των αντιπροσώπων τους, την διαταγή περί καταβολής συγκεκριμένου συνολικού ποσού (σε συγκεκριμένο νόμισμα), μαζί με τόκους και δικαστικά έξοδα. Αναφέρεται επίσης ο τρόπος υπολογισμού της προθεσμίας των 30 ημερών. Η ΕΔΠ επιδίδεται με συνημμένη σε αυτήν το ίδιο το σώμα της αίτησης του δανειστή.

Η επίδοση/κοινοποίηση της ΕΔΠ λαμβάνει χώρα με μέριμνα του εκδόντος Δικαστηρίου και κατ’ εφαρμογή της lex fori σε συνδυασμό με τις ειδικότερες προϋποθέσεις που τίθενται στα άρθρα 13, 14 και 15 αυτού.

Αναφορικά με την επίδοση με μέριμνα του Δικαστηρίου, παρατηρούμε ότι εκ πρώτης άποψης φαίνεται να υποχωρεί η αρχή της διαδικαστικής πρωτοβουλίας των διαδίκων, έναντι της αρχής της αυτεπάγγελτης προώθησης της δίκης (άρθρα 108 ΚΠολΔ – 468, 747, 826 ΚΠολΔ). Ωστόσο, το άρθρο 141 ΚΠολΔ και η ορθή ερμηνεία του άρθρου 12 παρ. 5 του κανονισμού3 αναδεικνύουν ως πρόσφορη και κατάλληλη διαδικασία επίδοσης παρ’ ημίν, την διενέργεια της επίδοσης από τον δανειστή. Άλλωστε, τελικά, το ίδιο το Δικαστήριο διαπιστώνει το εμπρόθεσμο της κατάθεσης της Δήλωσης Αντιρρήσεων.

Αναφορικά με τις ειδικότερες προϋποθέσεις των άρθρων 13 και 14 του Κανονισμού, παρατηρούμε ότι διαγράφεται ένα συνεκτικό πλέγμα διατυπώσεων που στόχο έχουν την πραγματική και πλήρη ενημέρωση του καθ’ου, την πραγμάτωση του δικαιώματος υπερασπίσεώς του και δικαστικής προστασίας του. Δεν έχουν άμεση εφαρμογή, αλλά παραπέμπουν στις διατάξεις της lex fori (ΚΠολΔ & Καν 1784/2020). Ορίζουν πότε θεωρείται η επίδοση συντελεσθείσα. Το άρθρο 13 προβλέπει προσωπική επίδοση, με αποδεικτικό παραλαβής και ημεροχρονολογία παράδοσης, μέσω (i) προσωπικής επίδοσης με αποδεικτικό παραλαβής, (ii) προσωπικής επίδοσης από αρμόδιο πρόσωπο με αποδεικτικό παραλαβής (η μη νόμιμη άρνηση παραλαβής εκ μέρους του καθ’ου ισοδυναμεί με επίδοση, κατά τις ειδικότερες προϋποθέσεις της lex fori), (iii) ταχυδρομικής προσωπικής επίδοσης με αποδεικτικό παραλαβής (λ.χ. συστημένη επιστολή – δεν πραγματοποιείται εσωτερικά στην Ελλάδα, αντιθέτως τον τρόπο αυτό χρησιμοποιούν τα ημεδαπά Δικαστήρια για την επίδοση της ΕΔΠ σε άλλα Κράτη Μέλη), (iv) ηλεκτρονικής προσωπικής επίδοσης με αποδεικτικό παραλαβής. Το άρθρο 14 ρυθμίζει τα περί επίδοσης χωρίς αυτοπρόσωπη παραλαβή, εφόσον όμως είναι γνωστή η διεύθυνση του καθού, μέσω επίδοσης (i) στον συγκάτοικο ή σε πρόσωπο που εργάζεται στον ίδιο χώρο (μόνο εφόσον πράγματι παραλάβουν τα πρόσωπα αυτά το προς επίδοση – σκ. 21), (ii) εάν ο καθού είναι αυτοαπασχολούμενος ή νομικό πρόσωπο, σε πρόσωπα που απασχολούνται από αυτόν (μόνο εφόσον πράγματι παραλάβουν τα πρόσωπα αυτά – σκ. 21) (iii) στο προσωπικό γραμματοκιβώτιο του καθού4. Η επίδοση μπορεί να γίνει και (iv) με κατάθεση της ΕΔΠ σε ταχυδρομικό γραφείο ή δημόσια αρχή και τοποθέτηση γραπτής ειδοποίησης της εν λόγω κατάθεσης στο γραμματοκιβώτιο του καθ’ ου, εφόσον η γραπτή ειδοποίηση διασαφηνίζει τον χαρακτήρα του εγγράφου ως δικογράφου ή το έννομο αποτέλεσμα της γνωστοποίησης ως επέχουσας θέσης επίδοσης, η οποία σηματοδοτεί την έναρξη προθεσμιών, (v) με ταχυδρομική αποστολή χωρίς απόδειξη εφόσον ο καθού έχει τη διεύθυνσή του στο κράτος μέλος προέλευσης, (vi) με ηλεκτρονική επίδοση με αυτόματα δημιουργούμενη βεβαίωση παραλαβής εφόσον ο καθού έχει ρητά αποδεχθεί εκ των προτέρων τη μέθοδο αυτή επίδοσης (ενδεχομένως και σε ΓΟΣ). Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις, εκτός από την ταχυδρομική αποστολή και την ηλεκτρονική επίδοση, αυτή πιστοποιείται μέσω εγγράφου που συντάσσεται από το αρμόδιο πρόσωπο που διενέργησε την επίδοση και περιέχει τον τρόπο επίδοσης που χρησιμοποιήθηκε, την ημερομηνία επίδοσης και το πρόσωπο που την παρέλαβε.

Ακούγεται αυτονόητο ότι τα επιδιδόμενα έγγραφα θα πρέπει να είναι μεταφρασμένα στη γλώσσα του καθ’ ου. Αν και δεν υπάρχει ευθεία πρόβλεψη στα άρθρα του Κανονισμού, εντούτοις αποτελεί γενική αρχή του Δικαίου της ένωσης ότι ο παραλήπτης μπορεί να αρνηθεί την παραλαβή εάν δεν κατανοεί την γλώσσα στην οποία έχει συνταχθεί η ΕΔΠ (άρθρο 12 Καν 1784/2020, άρθρο 43 παρ. 2 Καν 1215/2012).

Αναφορικά με την διενέργεια πλημμελούς επιδόσεως το ΔΕΕ (C-21/17 Catlin Europe SE – OK Trans Praha spol s.r.o.) έχει αποφανθεί ότι η μη ουσιαστική πραγμάτωση του δικαιώματος υπεράσπισης του καθού μέσω της μη ορθής ενημέρωσής του για τα δικαιώματά του (εν προκειμένω μέσω της μη επίδοσης μεταφρασμένου εντύπου, στο οποίο θα ενημερωνόταν ο καθού για την δυνατότητα μη παραλαβής της ΕΔΠ) έχει ως αποτέλεσμα να θεωρείται η επίδοση άκυρη και η 30ήμερη προθεσμία της κατάθεσης δήλωσης αντιρρήσεων να μην εκκινεί. Άρα, ούτε η ΕΔΠ καθίσταται εκτελεστή. Η ίδια η απόφαση χαρακτήρισε επίσης την αίτηση έκδοσης ΕΔΠ ως εισαγωγικό δικόγραφο.

Τέλος, η απόφαση του ΔΕΕ Bondora AS/Carlos V. C. και XY της 19ης Δεκεμβρίου 2019 (C-453/18) ο Δικαστής που εξετάζει την αίτηση υποχρεούται να ελέγχει εάν υπάρχουν καταχρηστικές ρήτρες ΓΟΣ, εάν ο αντισυμβαλλόμενος είναι καταναλωτής (βάσει του άρθρου 9 το Δικαστήριο μπορεί να ζητήσει συμπλήρωση της αίτησης ή προσκόμιση επιπλέον στοιχείων). Η συγκεκριμένη θέση, ενόψει και της απλής διαδικαστικά διαδικασίας υποβολής αντιρρήσεων, μάλλον χαρακτηρίζεται από υπερπροστατευτισμό, διευρύνει ωστόσο σημαντικά το οπλοστάσιο του καθ’ ου οφειλέτη.

Β. Εάν η επίδοση συντελεστεί νομοτύπως, ο καθ’ου η ΕΔΠ μπορεί να αμυνθεί υποβάλλοντας στο Δικαστήριο έκδοσης Δήλωση Αντιρρήσεων, εντός 30 ημερών από την κοινοποίηση της ΕΔΠ. Και εν προκειμένω, πρόκειται για τυποποιημένο έντυπο που παρέχεται από τον ίδιο τον Κανονισμό. Σε αυτό ο καθού συμπληρώνει τα στοιχεία της ΕΔΠ, τα στοιχεία του αιτούντος και τα δικά του, καθώς και την βούλησή του για αμφισβήτηση της ΕΔΠ. Δεν είναι απαραίτητο να εξειδικευτούν οι ειδικότεροι λόγοι αντίρρησης στην ΕΔΠ. Δεν είναι επίσης απαραίτητη η χρήση του συγκεκριμένου εντύπου, είναι όμως απαραίτητο να προκύπτει η βούληση περί αντίθεσης στην ΕΔΠ. Με την υποβολή των αντιρρήσεων η ΕΔΠ ολοκληρώνει τον σκοπό της αφού η σχετική αξίωση χαρακτηρίζεται πλέον ως αμφισβητούμενη. Αρμόδια είναι η κατάλληλη εθνική διαδικασία, εφόσον ο αιτών δεν θέλησε τον τερματισμό της διαδικασίας στο στάδιο αυτό, με την προσθήκη αντίστοιχης σημείωσης στο σώμα της ΕΔΠ (ενδεχομένως για την αποφυγή σχετικών εξόδων). Δεν αποτελούν αίτηση παροχής έννομης προστασίας – παρά μόνο απαραίτητη μονομερή διαδικαστική συμβολή του καθ’ ου, προκειμένου να ολοκληρωθεί η διαδικασία της ΕΔΠ, σε απάντηση της, επίσης απαραίτητης και μονομερούς αρχικής αίτησης του δανειστή. Άλλωστε, όπως τονίζεται, η διαδικασία της ΕΔΠ καταστρώνεται προκειμένου να εκκαθαρίζονται οι αμφισβητούμενες από τις μη αμφισβητούμενες απαιτήσεις. Με την εμπρόθεσμη υποβολή των Αντιρρήσεων (και εφόσον, υπενθυμίζεται, δεν έχει δηλώσει αντίθετη βούληση ο αιτών) η διαδικασία καθίσταται αμφισβητούμενη και απαιτεί ανάλογη δικονομική μεταχείριση. Έτσι, μεταπίπτει αυτεπάγγελτα στην κατάλληλη εθνική διαδικασία. Στην Ελλάδα δεν έχει υπάρξει σχετική νομοθετική πρωτοβουλία για την εξειδίκευση της εκ των υστέρων ακολουθούμενης διαδικασίας. Παρ’ ημίν, πρακτικά, οιοσδήποτε από τους δύο διαδίκους θα πρέπει να καταθέσει κλήση για προσδιορισμό συζήτησης, την οποία και θα επιδώσει στον αντίδικό του. Κατά την μάλλον κρατούσα άποψη5, η αίτηση έκδοσης ΕΔΠ μετουσιώνεται σε εισαγωγικό δικόγραφο (όπως άλλωστε απεφάνθη και η C-21/17), δημιουργεί αναδρομικά εκκρεμοδικία από τον χρόνο υποβολής της. Ο οφειλέτης προβάλλει όλους τους ισχυρισμούς του με το δικόγραφο των προτάσεών του, επέχοντας σε κάθε περίπτωση θέση εναγομένου. Ομοίως, ο αιτών συμπληρώνει την αίτησή του με τις προτάσεις του ή και με δήλωση στο ακροατήριο (ά. 224 ΚΠολΔ), ενδεχομένως και με την υπόδειξη του Δικαστηρίου (ά. 236 ΚΠολΔ), χωρίς να μπορεί να μεταβάλλει το αίτημα ή την αιτία (ιστορική βάση) έκδοσης της ΕΔΠ.

Διατυπώθηκε και δεύτερη άποψη, κατά την οποία η αοριστία του περιεχομένου της αίτησης έκδοσης ΕΔΠ δεν μπορεί να θεραπευτεί με τις προτάσεις, και ότι για την ενεργοποίηση της εθνικής διαδικασίας απαιτείται η υποβολή συμπληρωματικής αγωγής από τον αιτούντα, η οποία και θα αποτελεί το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης. Η άποψη αυτή, που είναι μάλλον μειοψηφούσα6, επιτρέπει την χειραγώγηση της εθνικής διαδικασίας από τον οφειλέτη με την υποβολή αρνητικών αναγνωριστικών αγωγών σε χρόνο πρότερο της κατάθεσης της συμπληρωματικής αγωγής. Άλλωστε, διαταράσσεται η ισορροπία του συστήματος, εάν αφεθεί η πρωτοβουλία για την συνέχιση της διαδικασίας μόνο στον δανειστή. 

Η ανοιγείσα δίκη θα κρίνει επί της αξίωσης και όχι επί της γενικότερης διαδικασίας της ΕΔΠ.

Γ. Εφόσον δεν ασκηθούν εμπροθέσμως αντιρρήσεις, τότε το Δικαστήριο κηρύττει αμελητί εκτελεστή την ΕΔΠ, η οποία μάλιστα είναι αυτόματα εκτελεστή διασυνοριακά, ενώ παράγει και δεδικασμένο υπό την έννοια ότι η απαίτηση δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Το άρθρο 20 του Κανονισμού προβλέπει την δυνατότητα του οφειλέτη, εφόσον δεν κατέθεσε εμπροθέσμως δήλωση αντιρρήσεων για λόγους είτε ανωτέρας βίας είτε επειδή η κοινοποίηση της ΕΔΠ έγινε κατ’ άρθρο 14 και κατά χρόνο που δεν επέτρεπε την δέουσα υπεράσπισή του, να ασκήσει αίτηση επανεξέτασης ενώπιον του Δικαστηρίου που εξέδωσε την ΕΔΠ. Αίτηση επανεξέτασης δικαιολογείται και όταν η έκδοση της ΕΔΠ ήταν προδήλως εσφαλμένη. Παρέχεται, δηλαδή, μία δεύτερη ευκαιρία στον οφειλέτη που δικαιολογημένα φέρεται να μην απάντησε αλλά και στον φερόμενο ως οφειλέτη βάσει μίας προδήλως άκυρης ΕΔΠ. Η αίτηση επανεξέτασης είναι ένα αυτοτελές έκτακτο ένδικο βοήθημα προβλεπόμενο από τον ευρωπαϊκό νομοθέτη, ικανό να αποτρέψει τις όποιες δυσμενείς συνέπειες για τον οφειλέτη, ο οποίος αδράνησε για κάποιον από τους οριζόμενους λόγους. Πιο συγκεκριμένα, αίτηση επανεξέτασης χωρεί:

1. Εάν η επίδοση έλαβε χώρα κατά το άρθρο 14 (έμμεση επίδοση) και ο καθ’ ου δεν ήταν σε θέση να υπερασπιστεί τον εαυτό του χωρίς υπαιτιότητά του. Με την έμμεση επίδοση καθιερώνεται μαχητό τεκμήριο γνώσης του καθ’ ου, η ανατροπή του οποίου είναι δυνατή με επίκληση του συγκεκριμένου λόγου. Η αδυναμία υπεράσπισης μπορεί να συνίσταται σε καθυστερημένη παράδοση της ΕΔΠ στον καθού από τα πρόσωπα του άρθρου 14.

2. Εάν ο καθού δεν μπόρεσε να υποβάλλει Αντιρρήσεις λόγω ανώτερης βίας (τυχαίο γεγονός που δεν μπορεί να προβλεφθεί) ή έκτακτων περιστατικών (που δεν είναι στον έλεγχο του οφειλέτη όπως, λ.χ. ο δόλος του συνοίκου ή η ακυρότητα της επίδοσης), χωρίς δική του υπαιτιότητα.

Και στις δύο περιπτώσεις ο καθού επιβάλλεται να ενεργήσει άμεσα.

3. Εάν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις έκδοσης της ΕΔΠ. Δηλ. ότι δεν πρόκειται για διασυνοριακή υπόθεση (άρθρο 3 Καν), ή για απαίτηση για την οποία εκδίδεται νόμιμα η ΕΔΠ (αστικές & εμπορικές υποθέσεις άρθρο 2 Καν), ότι η απαίτηση δεν είναι εκκαθαρισμένη ή ληξιπρόθεσμη (άρθρο 4 Καν), ή η αξίωση είναι προδήλως απαράδεκτη ή αβάσιμη. Εντάσσονται εδώ και οι πλημμέλειες αναφορικά με την επίδοση (λ.χ. επιχείρηση πλασματικής επίδοσης).

Δ. Η ανεπιτυχής απάντηση του οφειλέτη στην ΕΔΠ κατατείνει στην έκδοση εκτελεστού τίτλου με ισχύ δεδικασμένου. Ωστόσο, για την εκτέλεση θα τύχει εφαρμογής η lex fori. Συνεπώς, ο οφειλέτης έχει στο οπλοστάσιό του και τις ανακοπές της εκτέλεσης του ΚΠολΔ, οι ισχυρισμοί του όμως περιορίζονται συνεπεία του δεδικασμένου που αναπτύσσει μαζί με την εκτελεστότητά της η ΕΔΠ. Πιο συγκεκριμένα, αποκλείεται η αμφισβήτηση των προϋποθέσεων έκδοσης της ΕΔΠ και της ύπαρξης της απαίτησης βάσει της επιλκηθείσας ιστορικής και νομικής αιτίας7. Κατά το άρθρο 26 του Κανονισμού τα αντικειμενικά και υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου θα κριθούν βάσει του δικαίου του κράτος έκδοσης της ΕΔΠ. Επομένως, θα τύχουν εφαρμογής τα άρθρα 325 – 330 ΚΠολΔ. Έχει, όμως, και την δυνατότητα να προβάλλει επιπλέον λόγους που απορρέουν από το άρθρο 22 του Κανονισμού και να αρνηθεί την εκτέλεση εάν μεταξύ αυτού και του δανειστή έχει εκδοθεί ήδη απόφαση επί της ίδιας αξίωσης ή η απαίτηση έχει αποσβεσθεί. Πιο συγκεκριμένα:

1. Εάν έχει εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος ή Τρίτη χώρα (και πληρούνται οι όροι για την αναγνώρισή της σε Κράτος Μέλος) μεταξύ των ίδιων προσώπων, για την ίδια υπόθεση απόφαση ασυμβίβαστη με την ΕΔΠ, και το ασυμβίβαστο αυτό δεν θα μπορούσε να προβληθεί με ένσταση σε διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου του κράτους μέλους προέλευσης. Ασυμβίβαστο σημαίνει ότι οι έννομες συνέπειες της μίας απόφασης αποκλείουν τις έννομες συνέπειες της άλλης (ΔΕΚ 145/1986). Κριτήριο εάν μπορούν να εκτελεσθούν ταυτόχρονα. Ως απόφαση νοείται η πράξη εκείνη που προέρχεται από δικαιοδοτικό όργανο συμβαλλόμενου κράτους το οποίο έχει αποφανθεί κυριαρχικώς επί ορισμένων από τα επίμαχα μεταξύ των διαδίκων σημείων (δεν είναι απόφαση ο δικαστικός συμβιβασμός). Δεν απαιτείται κάποιος βαθμός δικονομικής ωριμότητας. 

2. Εάν η απαίτηση έχει αποσβεσθεί (ενν. μετά την πάροδο της προθεσμίας υποβολής αντιρρήσεων).

Για την εύρεση της διεθνούς δικαιοδοσίας εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 24 παρ. 5 του Καν 1215/2012 (το δικαστήριο του τόπου εκτέλεσης).

Ε. Στην περίπτωση που έχει ασκηθεί αίτηση επανεξέτασης, και άρα η ύπαρξη της ΕΔΠ τίθεται εν αμφιβόλω, ο καθού δικαιούται να ζητήσει να ανασταλεί η εκτέλεση ή να μετατραπεί σε συντηρητικά ασφαλιστικά μέτρα ή εγγυοδοσία. Η αίτηση αυτή ασκείται στο Δικαστήριο του τόπου εκτέλεσης. Για την αποδοχή της αίτησης, είναι απαραίτητο να έχει παρέλθει η προθεσμία της αίτησης επανεξέτασης και εν γένει η αίτηση να είναι παραδεκτή αλλά και να πιθανολογείται η ουσιαστική βασιμότητα των λόγων επανεξέτασης. Συγκεκριμένα για την αναστολή της εκτέλεσης, πρέπει το Δικαστήριο να πιθανολογήσει και την πρόκληση ανεπανόρθωτης βλάβης στον καθού (έκτακτες περιπτώσεις), η οποία δεν μπορεί να αποτραπεί παρά μόνον με την διαταγή του μέτρου. 

ΙΙΙ. Αντί επιλόγου

Η Ευρωπαϊκή Διαταγή Πληρωμής είναι ένα εργαλείο στα χέρια του Δανειστή προκειμένου να επιδιώκει άμεση και αποτελεσματική ικανοποίηση της απαίτησης του που παρουσιάζει στοιχεία ευρωπαϊκής διασυνοριακότητας. Η αποτελεσματικότητά της όμως αυτή, αλλά και η ταχύτητα με την οποία επέρχονται οι έννομες συνέπειες της έκδοσης της και της επίδοσης (κατ’ ουσία η απειλή δημιουργίας ενός ευρωπαϊκά εκτελεστού τίτλου) χρειάζονται ένα συνεκτικό πλαίσιο προστασίας και του φερόμενου ως οφειλέτη. Το πλαίσιο αυτό υπάρχει και είναι πολυεπίπεδο. Ο ίδιος ο Κανονισμός ορίζει με αυστηρότητα τα ελάχιστα στοιχεία που πρέπει να περιέχει η ΕΔΠ και τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρωθούν ώστε να θεωρηθεί ότι πράγματι ο καθ’ ου έχει λάβει γνώση της ΕΔΠ και των συνέπειών της. Η με ευκολία αμφισβήτηση της ΕΔΠ από την πλευρά του φερόμενου οφειλέτη «εθνικοποιεί» την διαδικασία. Στο πλαίσιο αυτής, ο οφειλέτης προβάλει άπασες τις ενστάσεις του προκειμένου να ακυρώσει την προσπάθεια του δανειστή να προσπορισθεί εκτελεστό τίτλο, οι οποίες ενστάσεις ενδεχομένως να απορρέουν και από τον ίδιο τον Καν 1896/2006. Σε κάθε, όμως, περίπτωση, απαιτείται, εγρήγορση και επιμέλεια για την αποτελεσματική προστασία του. 

1 Ενδοκοινοτικής διασυνοριακότητας, ήτοι να έχουν οι διάδικοι την κατοικία τους σε ΚΜ. Η ΠΠρΘεσς567/2019 απέρριψε αίτηση έκδοσης ΕΔΠ τουρκικής κατά ελληνικής εταιρίας με έδρα στη Θεσσαλονίκη, με επίκληση του άρθρου 3 § 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 11 § 1 περ. α’ Καν. 1896/2006, χρησιμοποιώντας επί λέξει την ακόλουθη αιτιολογία: Η αίτηση δεν αφορά σε διασυνοριακή υπόθεση κατά το άρθρο 3, ήτοι ένας από τους διαδίκους να έχει την κατοικία του ή τη συνήθη διαμονή σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος του επιληφθέντος δικαστηρίου.

2 Παρά τις φαινομενικές ομοιότητες με την ημεδαπή Διαταγή Πληρωμής, εν τούτοις οι δύο διαδικασίες είναι άρδην διαφορετικές: για την έκδοση της ΕΔΠ δεν απαιτείται η προσκομιδή αποδεικτικών μέσων που αποδεικνύουν την απαίτηση, αλλά αρκεί απλή επίκληση και περιγραφή τους. Δεν είναι αναγκαία η απόδειξη της απαίτησης από έγγραφα αλλά και από άλλα αποδεικτικά μέσα. Ειδικότερες διατάξεις για την επίδοση της ΕΔΠ. Οι αντιρρήσεις κατά της ΕΔΠ δεν έχουν την μορφή της ανακοπής του ά. 633, αλλά είναι αναιτιολόγητες. Δεν ζητείται η ακύρωση της ΕΔΠ αλλά η περάτωση της διαδικασίας χωρίς τον προσπορισμό του δανειστή με εκτελεστό τίτλο. Η άπρακτη πάροδος της προθεσμίας για την υποβολή αντιρρήσεων από μέρους του οφειλέτη καταλήγει στην δημιουργία ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου χωρίς κάποια ειδικότερη διαδικασία περιαφής, ή αναγνώρισης εκτελεστότητας.


3 Το δικαστήριο μεριμνά για την επίδοση ή την κοινοποίηση της διαταγής στον καθού…


4 Ρύθμιση που τέθηκε χάριν συγκερασμού με το σύστημα της Αγγλίας.


5 ΜΠρΘεσς11410/2014, ΜΠρΘεσς 9461/2014, ΜΠρΘεσς 7325/2019.


6 Υιοθετήθηκε από ΜΠρΘες/κης 3208/2016, 3278/2012, ΕιρΘες/κης 954/2018, με μάλλον αδύναμη αιτιολογία. Η ΕΔΠ και η αίτηση της περιέχουν τα απολύτως ουσιώδη στοιχεία (απαίτηση και συνοπτική περιγραφή της ουσιαστικής και νομικής αιτίας) τα οποία και θα συμπληρωθούν παραδεκτώς δικονομικά.


7 ΜΠρΠειρ 3365/2012: απαραδέκτως προβάλλεται ότι η απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η ΕΔΠ υπέπεσε σε παραγραφή πριν την έκδοση της ΕΔΠ και ότι το εκδόσαν δικαστήριο στερούταν δικαιοδοσίας προς έκδοσή της.