Case Study – Η καταχρηστικότητα στην αναγκαστική εκτέλεση

Case Study – Η καταχρηστικότητα στην αναγκαστική εκτέλεση

Νοέμβριος 2023

Ανδρέας Ασημακόπουλος, Δικηγόρος

Εκδόθηκε όλως προσφάτως η υπ’ αριθμ. 1734/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ακυρώθηκαν οι ένδικες πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης (επιταγές προς εκτέλεση, εντολή προς εκτέλεση, έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης) επί τη βάσει των οποίων επισπευδόταν αναγκαστικός πλειστηριασμός ακινήτων εντολέων μας.

Η ως άνω απόφαση δέχθηκε ως νόμω και ουσία βάσιμο τον όγδοο προβαλλόμενο λόγο της ανακοπής μας (κατά το επικουρικό του σκέλος) σε συνδυασμό με τον έβδομο λόγο της ανακοπής μας, σύμφωνα με τους οποίους αιτούμασταν την κήρυξη της ακυρότητας των ένδικων πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης λόγω καταχρηστικής, κατά παράβαση των ά. 116 ΚΠολΔ και ΑΚ 281, άσκησης δικονομικών δικαιωμάτων της επισπεύδουσας για την ικανοποίηση των φερόμενων αξιώσεών της κατά των εντολέων μας.

Πιο συγκεκριμένα, η αντίδικος, σε προγενέστερο χρόνο, τον Δεκέμβριο του 2021, είχε επιβάλλει κατάσχεση επί των ένδικων ακινήτων για την ίδια φερόμενη απαίτησή της. Οι προγενέστερες αυτές εκτελεστικές πράξεις (επιταγές προς πληρωμή και έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης), κατόπιν άσκησης ανακοπής του ά. 933 του ΚΠολΔ εκ μέρους των εντολέων μας, ακυρώθηκαν με απόφαση που εκδόθηκε τον Ιούλιο του 2022, με αποτέλεσμα να αποτραπεί ο αναγκαστικός πλειστηριασμός των ακινήτων τους (βλ. εδώ). Η αντίδικος άσκησε άμεσα, τον Σεπτέμβριο του 2022, έφεση για την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης που ακύρωνε τις παραπάνω πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης, η οποία μάλιστα κατόπιν άμεσων ενεργειών της, προσδιορίστηκε για να συζητηθεί τον Μάρτιο του 2023 (οπότε και όντως έλαβε χώρα η συζήτηση της εν λόγω εφέσεως). Εντούτοις, καίτοι η αντίδικος είχε επιλέξει ήδη την οδό της αμφισβήτησης της νομικής ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης με την οποία ακυρώθηκαν οι ως άνω πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης, στα τέλη Οκτωβρίου 2022 προχώρησε σε επίδοση νέων επιταγών προς πληρωμή και στις αρχές Νοεμβρίου 2022 σε επιβολή νέας αναγκαστικής κατάσχεσης κατά των ίδιων επίμαχων ακινήτων με βάση τις ίδιες φερόμενες απαιτήσεις της κατά των εντολέων μας, χωρίς πρώτα να περιμένει την εκδίκαση της υποθέσεως και την έκδοση της αποφάσεως επί της ασκηθείσας έφεσής της, αναγκάζοντας τους εντολείς μας να μπουν σε έναν πρόσθετο δικαστικό αγώνα για την προάσπιση των νομίμων δικαιωμάτων άμυνάς τους.

Αναλυτικότερα, η προσφάτως εκδοθείσα υπ’ αριθμ. 1734/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ασχολούμενη με σειρά κρίσιμων ζητημάτων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου στους κρινόμενους λόγους ανακοπής μας, θέτει ως κεντρικά ζητήματα προβληματισμού της, στην εξέταση των οποίων προβαίνει, τα εξής 2 καίρια σημεία: α) αν η καθ΄ ης όφειλε να αναμείνει την τελεσίδικη έκβαση της δίκης επί της από έτους 2021 ανακοπής των εντολέων κατά των προγενέστερων εκτελεστικών πράξεων, και β) αν η μη αναμονή με την συνακόλουθη επίσπευση νέας εκτελεστικής διαδικασίας (ήτοι της ένδικης) συνιστά απαγορευμένη και υπέρμετρα επαχθή κατάχρηση δικονομικών δυνατοτήτων. Η απόφαση, με τις απολύτως τεκμηριωμένες νομικά σκέψεις της, δίνει καταφατική απάντηση και στα 2 ως άνω ερωτήματα.

Συγκεκριμένα, η απόφαση διαλαμβάνει τις εξής σκέψεις: «Η επίσπευση νέας εκτελεστικής διαδικασίας πολλώ δε μάλλον η κατάσχεση των ιδίων ακινήτων των ανακοπτόντων για την ίδια απαίτηση της επισπεύδουσας, μεσούσης της εκκρεμοδικίας της ανωτέρω έφεσης, συνιστά ενέργεια δυσανάλογα επαχθή για τα συμφέροντά τους. Οι τελευταίοι, για την ίδια οφειλή και για τα ίδια περιουσιακά στοιχεία, ήτοι τις προαναφερθείσες κάθετες ιδιοκτησίες τους…, εκ των πραγμάτων ήταν υποχρεωμένοι, προκειμένου να μην απωλέσουν την εκ του άρθρου 934 παρ. 1α ΚΠολΔ 45ήμερη προθεσμία με επακόλουθο την ισχυροποίηση των πράξεων της προκείμενης διαδικασίας εκτέλεσης, να ασκήσουν την προκείμενη ανακοπή προκειμένου άλλωστε και να αποτρέψουν τον προγραμματισθέντα για την … Ιουνίου πλειστηριασμό, ενόψει άλλωστε του ότι σύμφωνα με το άρθρο 938 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά τον Ν. 4842/2021 τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμοστέο, στην κατάσχεση ακινήτων δεν προβλέπεται δυνατότητα δικαστικής αναστολής στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, άποψη που ακολουθεί μέχρι και σήμερα η κρατούσα γνώμη στην νομολογία των δικαστηρίων της ουσίας. Αυτονόητα η άσκηση της ένδικης ανακοπής παράλληλα με την από έτους 2021 ανακοπή η οποία πλέον εκκρεμεί προς κρίση στο Εφετείο Αθηνών, διπλασίασε τα έξοδα των ανακοπτόντων, οι οποίοι παράλληλα με τον δικαστικό αγώνα τον οποίο θα πρέπει να διεξάγουν στο εν λόγω Δικαστήριο με σκοπό την απόρριψη της έφεσης της αντιδίκου τους, θα πρέπει να δώσουν πρόσθετη ‘μάχη’ στο δικονομικό πεδίο μέσω της παρούσας ανακοπής, ώστε να αποτρέψουν πιθανή εκπλειστηρίαση της περιουσίας τους από μία τυπικά αυτοτελή και ανεξάρτητη με την πρώτη, νέα εκτελεστική διαδικασία, πλην όμως για την ίδια απαίτηση και για τα ίδια περιουσιακά στοιχεία, πέραν βεβαίως του ψυχικού κόστους το οποίο θα πρέπει να επωμιστούν από την απειλή νέας, έστω τυπικά σύννομης διαδικασίας. Με την συμπεριφορά της, η καθ’ ης η ανακοπή, ουσιαστικά προσπάθησε να εξουδετερώσει το τρόπον τινά δικονομικό κεκτημένο των ανακοπτόντων, αυτό δηλαδή της με άμεση ισχύ, πρωτόδικης ακύρωσης των προαναφερθέντων πράξεων της προγενέστερης εκτελεστικής διαδικασίας, επισπεύδοντας νέα, διογκώνοντας εις διπλούν την όλη διαδικασία με περιττά τόσο για την ίδια και για τους αντιδίκους της έξοδα με παράλληλη ανάλωση διπλού έως και πολλαπλού δικαστικού μόχθου με ορατό τον κίνδυνο έκδοσης αντιφατικών δικαιοδοτικών κρίσεων για την ίδια απαίτηση και για τα ίδια περιουσιακά στοιχεία, παρά το γεγονός ότι από τυπική-δικονομική άποψη δεν υφίσταται κάποιο αρνητικό δικονομικό κώλυμα (εκκρεμοδικία) μεταξύ των δύο ανακοπών, δοθέντος ότι πρόκειται για άλλες πράξεις εκτέλεσης πλην όμως με αφετηρία τον ίδιο εκτελεστό τίτλο. Η όλη στάση και ιδία η όλη δικονομική συμπεριφορά της επισπεύδουσας, αν και τυπικά σύννομη, ενέχει αντιφατικότητα. Από το ένα μέρος, όπως άλλωστε έχει το αναφαίρετο εκ του Συντάγματος δικαίωμα, (20 παρ. 1), εκκαλεί την υπ’ αριθμ. …/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών προς το σκοπώ της εξαφάνισή της ώστε να απορριφθεί η ανακοπή των αντιδίκων της στον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας και ως εκ τούτου να συνεχίσει την προγενέστερη διαδικασίας εκτέλεσης και να φθάσει, ως δικαιούται άλλωστε, σε αναγκαστικό πλειστηριασμό των ακινήτων των ανακοπτόντων για να ικανοποιηθούν οι, κατά λοιπά, βάσιμες και δη τελεσιδίκως επιδικασθείσες απαιτήσεις της. Ωστόσο από το άλλο μέρος, χωρίς να παραιτείται από το ανωτέρω ένδικο μέσο, εκκινεί νέα εκτελεστική διαδικασία με επίδοση νέων επιταγών προς εκτέλεση και με επιβολή ουσιαστικά νέας (παρά το ότι τυπικά είναι πρώτη) κατάσχεσης, η οποία ενδέχεται αν απορριφθεί η ανακοπή στο Εφετείο, πράγμα που και η ίδια επιδιώκει με την έφεσή της, να καταστεί αναδρομικά δεύτερη και ως εκ τούτου απαγορευμένη (άκυρη). Παρόλα αυτά η ακυρότητα αυτής δηλαδή της προκείμενης κατάστασης (αν η προηγούμενη ανακοπή απορριφθεί στο Εφετείο) θα πρέπει για τον ίδιο ακριβώς λόγο να απαγγελθεί με νέα δικαστική απόφαση κατόπιν άσκησης νέας ανακοπής (ήτοι της παρούσας) εκ μέρους των καθ’ ων η εκτέλεση. Πέραν του ότι η ίδια η επισπεύδουσα δεν αποσαφηνίζει σε ποια από τις δύο εκτελεστικές διαδικασίες θα εμείνει (αυτονόητα η ίδια η φύση αλλά και η οικονομία της εκτελεστικής διαδικασίας δεν επιτρέπει να διεξάγονται για την ίδια απαίτηση και σε βάρος των ίδιων περιουσιακών στοιχείων περισσότερες και δη επάλληλες διαδικασίες και συνακόλουθα αλλεπάλληλες δίκες), με την όλη στάση της υποδηλώνει ότι επιθυμεί να παρακάμψει, (χρονικά έστω) την δευτεροβάθμια δικαιοδοτική λειτουργία, επιδεικνύοντας μία υπόρρητη δυσπιστία, και εν τέλει να επιβαρύνει την όλη εκτελεστική διαδικασία, διπλασιάζοντάς την, ενέργεια η οποία ενδέχεται να αποβεί άσκοπη και μάταιη αν εν τέλει ευδοκιμήσει η έφεσή της και ισχυροποιηθεί η προγενέστερη εκτελεστική διαδικασία, προς βλάβη ωστόσο των ανακοπτόντων οι οποίοι σε κάθε περίπτωση (είτε η έφεσή της καθ’ ης απορριφθεί είτε γίνει δεκτή και απορριφθεί η ανακοπή) θα έπρεπε να ασκήσουν και την προκείμενη ανακοπή, όπερ και εγένετο, επισπεύδοντας έτσι η δανείστρια στην πραγματικότητα μία επάλληλη ‘προπλητικού χαρακτήρα’ εκτελεστική διαδικασία, ήτοι για την περίπτωση κατά την οποία η εν λόγω έφεση απορριφθεί. Η κατά τα ανωτέρω επάλληλη επίσπευση νέας εκτελεστικής διαδικασίας για ‘παν ενδεχόμενο’, πλήττει δυσανάλογα τα συμφέροντα των ανακοπτόντων οι οποίοι ως εκ της θέσεώς τους ως οφειλετών μη διαχειρίσιμων χρηματικών οφειλών (περίπου 6.000.000 ευρώ), δεν έχουν τις ανάλογες με την επισπεύδουσα οικονομικές δυνάμεις για να διεξάγουν αλλεπάλληλες δίκες επί διαδοχικών – επαναλαμβανόμενων εκτελεστικών διαδικασιών για την ίδια απαίτηση και για τα ίδια περιουσιακά στοιχεία. Από το άλλο μέρος βέβαια δεν θα πρέπει να παραβλέπεται, όπως αναφέρθηκε στις ανωτέρω μείζονες σκέψεις, ότι η μη χρονική σύμπτωση δεδικασμένου και διαπλαστικής ενέργειας της ακυρωτικής απόφασης επί ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, δημιουργεί τον κίνδυνο, εφόσον με την πρωτόδικη ακύρωση της κατάσχεσης και μέχρι την κρίση του Εφετείου το περιουσιακό στοιχείο αποδεσμεύεται, ο κακόπιστος ιδίως οφειλέτης να σπεύσει να προβεί σε διάθεση αυτού σε τρίτους με σκοπό να ματαιώσει την δυνατότητα εκπλειστηρίασής του αν τέλει η ανακοπή απορριφθεί στον δεύτερο βαθμό, δοθέντος ότι μπορεί μεν να θεωρείται ότι η κατάσχεση μηδέποτε ακυρώθηκε ωστόσο η διάθεση η οποία έλαβε χώρα όσο δεν υπήρχε κατάσχεση λόγω της πρωτόδικης ακύρωσής της, δεν ακυρώνεται (ανατρέπεται) αναδρομικά. Πράγματι σε μια τέτοια περίπτωση ο δανειστής έχει κάθε λόγο αλλά και ειδικό προς τούτο έννομο συμφέρον, μέχρι να κριθεί η ανακοπή από το Εφετείο, να επιβάλει εκ νέου κατάσχεση με σκοπό να αποτρέψει διάθεση του αντικειμένου από τον κακόβουλο οφειλέτη. Σε μια τέτοια περίπτωση, πράγματι η επίσπευση νέας εκτελεστικής διαδικασίας με σκοπό την επιβολή κατάσχεσης προκειμένου να μην μπορέσει να απαλλοτριωθεί το περιουσιακό στοιχείο παρίσταται δικαιολογημένη. Όταν όμως τέτοιος κίνδυνος δεν υφίσταται είτε λόγω ύπαρξης εμπράγματης ασφάλειας, [ουδείς θα επιθυμούσε να αποκτήσει ένα βεβαρυμένο ακίνητο υποκείμενος στην εμπράγματη υποθηκική αγωγή του δανειστή], είτε διότι υφίσταται τίτλος για αυτοδύναμη επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης (στην απαγόρευση των άρθρων 958 παρ. 2 και 997 παρ. 5 ΚΠολΔ δεν εμπίπτει η συντηρητική κατάσχεση), δυνάμει διαταγής πληρωμής (724 ΚΠολΔ), με την οποία (ενν. συντηρητική κατάσχεση) επέρχεται απαγόρευση διάθεσης του πράγματος χωρίς η επιβολή της να σημαίνει έναρξη εκτελεστικής διαδικασίας, τότε πράγματι η επίσπευση νέας εκτελεστικής διαδικασίας με σκοπό επιβολή νέας κατάσχεσης, τίποτα ουσιαστικότερο δεν προσφέρει στον επισπεύδοντα πέραν βεβαίως μίας οικονομίας χρόνου, αν εν τέλει η έφεσή του απορριφθεί. Αυτή όμως η εξοικονόμηση χρόνου για την περίπτωση που η έφεση του δανειστή απορριφθεί, παρίσταται εξόχως επιζήμια για τον οφειλέτη ο οποίος αναγκαστικά οδηγείται σε άσκηση νέων εκ του άρθρου 933 ΚΠολΔ ανακοπών. Στην προκειμένη περίπτωση, πράγμα που συνομολογείται και από διάδικες πλευρές, τα κατασχεθέντα ακίνητα των ανακοπτόντων είναι βαρυμένα με προσημειώσεις υποθηκών υπέρ της δανείστριας και ως εκ τούτου ο κίνδυνος απαλλοτρίωσής τους λόγω της πρωτόδικης ακύρωσης της από έτους 2021 κατάσχεσης μέχρι να εκδοθεί απόφαση του Εφετείου είναι πρακτικά μηδαμινός. Η επισπεύδουσα προφανώς από μία κακώς νοούμενη υπερβολική πρόνοια, προέβη όχι σε μία, έστω και στο έπακρο, αξιοποίηση των δικονομικών της ευχερειών αλλά στηριζόμενη στις υπερέχουσες σε σχέση με τους ανακόπτοντες οικονομικές της δυνάμεις, σε κατάχρηση αυτών χωρίς να διατρέχει κάποιον ουσιώδη κίνδυνο να θιγούν τα, κατά λοιπά, εύλογα συμφέροντά της. Μάλιστα αν η έφεσή της ευδοκιμήσει ενδέχεται να αποβεί μάταιη η δεύτερη εκτελεστική διαδικασία (ένδικη) προς υπέρμετρη ωστόσο βλάβη των ανακοπτόντων οι οποίοι σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να επωμιστούν το κόστος ενός επιπρόσθετου δικαστικού αγώνα, υπό συνθήκες ασφυκτικής χρονικής πίεσης προκειμένου στον αντίποδα, σε περίπτωση κατά την οποία απορριφθεί η έφεση, να εξασφαλισθεί οικονομία χρόνου ήτοι να είναι ήδη προγραμματισμένος ο επόμενος αναγκαστικός πλειστηριασμός αντί να επανεκκινηθεί εξαρχής μια νέα εκτελεστική διαδικασία. Η επισπεύδουσα επομένως όφειλε να αναμείνει την τελεσίδικη έκβαση της δίκης επί της από έτους 2021 ανακοπής και αναλόγως να πράξει, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω και όχι, ως απόρροια ‘δικονομικού μαξιμαλισμού’, να επισπεύσει την προκείμενη επάλληλου χαρακτήρα εκτελεστική διαδικασία. Συντρεχόντων των προϋποθέσεων των άρθρων 116 ΚΠολΔ και 281 ΑΚ, θα πρέπει κατά παραδοχή των προκείμενων λόγων ανακοπής ως και κατ’ ουσίαν βασίμων να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες με την παρούσα ανακοπή πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης (επιταγές, εντολή προς εκτέλεση, κατασχετήρια έκθεση)…».

Από τα παραπάνω παρατιθέμενα χωρία της απόφασης, προκύπτει ότι η απόφαση βασίζει την κρίση της περί καταχρηστικότητας της συμπεριφοράς της αντιδίκου επισπεύδουσας σε 5 αλληλένδετους άξονες: 1) τον εξαναγκασμό των εντολέων μας σε πρόσθετες δικονομικές ενέργειες για την προστασία των νομίμων δικαιωμάτων τους, οι οποίες με την σειρά τους προκαλούν 2) διπλασιασμό των εξόδων τους και 3) δυσβάσταχτο ψυχικό κόστος για αυτούς, εκδηλώνοντας μάλιστα η αντίδικος 4) έντονη αντιφατική συμπεριφορά, επιβάλλοντας νέα εκτελεστική διαδικασία, η οποία διατρέχει τον κίνδυνο να ακυρωθεί αν ευδοκιμήσει η εκκρεμής έφεσή της, διπλασιάζοντας έτσι την εκτελεστική διαδικασία με επάλληλες πράξεις αναγκαστικής εκτελέσεως, με μόνο πιθανό όφελός της την εξοικονόμηση λίγου χρόνου, εκμεταλλευόμενη την υπερέχουσα οικονομική της θέση και επιδεικνύοντας δικονομικό μαξιμαλισμό, την στιγμή 5) που ελλείπει στο πρόσωπό της ουσιαστικό έννομο συμφέρον για την επιβολή νέων εκτελεστικών διαδικασιών λόγω έλλειψης κινδύνου ματαίωσης της ικανοποίησης της φερόμενης απαίτησής της από πλειστηριασμό του ακινήτου, εξαιτίας του γεγονότος της ύπαρξης εμπράγματης ασφάλειας επί των ένδικων ακινήτων.

Η απόφαση αυτή είναι εξαιρετικά σημαντική διότι καταδεικνύει με τον πλέον εναργή τρόπο ότι λόγο ακύρωσης των πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης μπορεί να αποτελέσει και η κατάχρηση των δικονομικών δυνατότητων που δίνονται από τον νόμο στον επισπεύδοντα, πράγμα που (θα) συμβαίνει όταν ο επισπεύδων δεν δρα απλώς προς ικανοποίηση των φερόμενων απαιτήσεών του, αλλά εξαντλεί, πέραν των ορίων της καλής πίστης και των χρηστών συναλλακτικών ηθών, την επιθετικότητά του προς προφανή οικονομική και δικονομική βλάβη των (φερόμενων) οφειλετών του, γεγονός που δεν γίνεται ανεκτό από το δίκαιο.

Περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ και εδώ.