Δεκέμβριος 2024 – Άρση επιβληθείσας εγγυοδοσίας ποσού 10.000€
Άρση εγγυοδοσίας υπό τον όρο απόδοσης της οποίας είχε γίνει δεκτή αίτηση αναστολής εκτέλεσης κατά εντολέως μας – η έκδοση οριστικής απόφασης που κάνει δεκτή σε πρώτο βαθμό την ανακοπή κατά της εκτέλεσης επάγεται την παύση του λόγου για τον οποίο υφίσταται η εγγυοδοσία.
Με την υπ΄ αριθμ. 6988/2024 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων) έγινε δεκτή σχετική αίτησή μας περί άρσης της επιβληθείσας εγγυοδοσίας ποσού 10.000€, υπό τον όρο καταβολής της οποίας, είχε χορηγηθεί αναστολή της εκτελέσεως, σε υπόθεση επιβολής κατάσχεσης εις χείρας των τραπεζών ως τρίτων του κύριου επαγγελματικού λογαριασμού της εντολέως μας, εμπορικής εταιρείας ιατρικών ειδών τεχνολογικής αιχμής.
Με την εν λόγω απόφαση, επί τη βάσει των προβληθέντων και αποδειχθέντων ισχυρισμών μας, κρίθηκε ότι δεδομένης της έκδοσης της υπ’αριθμ. 1496/2024 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία έκανε δεκτή την ανακοπή της εντολέως μας, κρίνοντας βάσιμο τον λόγο ανακοπής μας περί καταχρηστικότητας της επισπευδόμενης εκτέλεσης, έπαψε να υπάρχει ο λόγος για τον οποίο είχε δοθεί η εγγυοδοσία.
Ειδικότερα, το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, δικάζοντας κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, έκρινε ορθώς ότι η έκδοση της οριστικής απόφασης επί της ανακοπής αποτελεί το απώτατο χρονικό σημείο ισχύος της αναστολής εκτέλεσης, ενώ συνιστά και το απώτατο χρονικό σημείο, κατά το οποίο υφίσταται ο λόγος για τον οποίο είχε δοθεί η εγγυοδοσία. Συνακόλουθα, το Δικαστήριο διέταξε την άρση της εγγυοδοσίας και την απόδοση του σχετικού Γραμματίου Σύστασης Παρακαταθήκης προς εμφάνισή στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και είσπραξη του ποσού της εγγυοδοσίας ύψους 10.000€.
Αναλυτικότερα, η αντίδικος επισπεύδουσα, τον Σεπτέμβριο του 2022 επέβαλε κατάσχεση εις χείρας των τραπεζών ως τρίτων, των τραπεζικών λογαριασμών της εντολέως μας – εταιρείας με ιατροτεχνολογικό εξοπλισμό αιχμής. Στο πλαίσιο της ασκηθείσας κατ’ ά. 933 ΚΠολΔ ανακοπής, ασκήθηκε παράλληλα και αίτηση για την αναστολή της εκτελεστότητας του επιβληθέντος κατασχετηρίου. Αρχικά, στο πλαίσιο Προσωρινής Διαταγής, χορηγήθηκε προσωρινά, και μέχρι την έκδοση της απόφασης επί της κύριας αιτήσεως, αναστολή της εκτελεστότητας του κατασχετηρίου επί του κύριου λογαριασμού που χρησιμοποιεί η ως άνω εταιρεία στις συναλλαγές της με τους πελάτες της (δημόσιο και ιδιώτες) και για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της (προς εφορία, ασφαλιστικά ταμεία, προμηθευτές, κλπ.), καθώς και ως προς τραπεζικό λογαριασμό ενός εκ των εγγυητών στην επίμαχη σύμβαση.
Ωστόσο, η απόφαση που εκδόθηκε επί της κύριας αίτησης αναστολής της εκτελεστότητας, τον Δεκέμβριο του 2022, αν και πιθανολόγησε την ευδοκίμηση της ασκηθείσας ανακοπής μας (και ειδικότερα του λόγου που αφορούσε την καταχρηστικότητα της επιβληθείσας κατάσχεσης και την παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας, της αναγκαιότητας και της καταλληλότητας του επιλεγέντος εκτελεστικού μέτρου, καθώς η αντίδικος μπορούσε να επιλέξει άλλο, ηπιότερο, μέτρο εκτέλεσης, όπως αναλυόταν στο δικόγραφο της ανακοπής) και αναγνώρισε την βιωσιμότητα της εταιρείας, την σημασία της απρόσκοπτης λειτουργίας του επίμαχου τραπεζικού λογαριασμού της επιχείρησης, καθώς και την ανεπανόρθωτη βλάβη την οποία αυτή θα υφίστατο, εάν δεν χορηγείτο αναστολή εκτέλεσης του επίμαχου κατασχετηρίου, χορήγησε την ζητηθείσα αναστολή εκτέλεσης υπό τον όρο καταβολής εγγυοδοσίας, την οποία όρισε στο, δυσθεώρητο για τα οικονομικά δεδομένα της αιτούσης εταιρείας, ποσό των 50.000 ευρώ (ως προς τον εγγυητή, χορηγήθηκε αναστολή χωρίς εγγυοδοσία).
Στους μήνες που ακολούθησαν, η αντίδικος επισπεύδουσα προχώρησε και σε λοιπές εκτελεστικές ενέργειες κατά της εταιρείας, παρά τις εκ νέου προσπάθειες της εταιρείας για εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης επί της διαφοράς. Στα τέλη Ιουλίου 2023, η αντίδικος επισπεύδουσα, παρά τις ανωτέρω προσπάθειες για εξεύρεση συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς, κινήθηκε για την δέσμευση του επίμαχου λογαριασμού της εταιρείας, καθώς μέχρι τότε δεν είχε καταστεί δυνατόν να καταβληθεί η δυσθεώρητη ορισθείσα εγγυοδοσία.
Άμεσα ασκήθηκε αίτηση μεταρρύθμισης της απόφασης (ασφαλιστικών), με την οποία ορίσθηκε το ποσό της εγγυοδοσίας στο ποσό των 50.000 ευρώ, μαζί με την οποία υποβλήθηκε αίτημα χορήγησης Προσωρινής Διαταγής. Με την από 04.08.2023 Προσωρινή Διαταγή της Προέδρου Πρωτοδικών Αθηνών, έγινε δεκτό το αίτημά μας για την προσωρινή, μέχρι την συζήτηση της κύριας αίτησής μας για την μεταρρύθμιση της ως άνω απόφασης (με την οποία ορίσθηκε η εγγυοδοσία στο ποσό των 50.000 ευρώ), μη πλήρωση του όρου της ορισθείσας εγγυοδοσίας, υπό την ειδικότερη μορφή της προσωρινής απομείωσης αυτής στο ποσό των 10.000 ευρώ, ποσό στο οποίο μπορούσε να ανταποκριθεί η εντολέας μας, χωρίς να αναγκαστεί να παύσει την λειτουργία της.
Σε συνέχεια της ανωτέρω χορηγηθείσας προσωρινής προστασίας (προσωρινή απομείωση του ποσού της εγγυοδοσίας), συζητήθηκε η κύρια αίτησή μας για την μεταρρύθμιση της ανωτέρω απόφασης με την οποία χορηγήθηκε αναστολή της εκτέλεσης υπό τον όρο καταβολής εγγυοδοσίας, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 4432/2024 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων), με την οποία απομειώθηκε το ποσό της εγγυοδοσίας στο ποσό των 10.000 ευρώ.
Ακολούθως, επί της ασκηθείσας ανακοπής μας κατά του κατασχετηρίου εις χείρας των τραπεζών ως τρίτων, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 1496/2024 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών. Με την απόφαση αυτή έγινε πλήρως δεκτή η ανακοπή της εντολέως μας και ακυρώθηκε το κατασχετήριο εις χείρας τρίτων της αντιδίκου. Ο λόγος που έγινε δεκτός ήταν η καταχρηστικότητα της συμπεριφοράς της αντιδίκου.
Κατόπιν, μετά την έκδοση της απόφασης που έκανε δεκτή την ανακοπή, ασκήθηκε αίτηση άρσης εγγυοδοσίας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά το άρθρο 168 ΚΠολΔ. Αίτημα της αίτησης ήταν να διαταχθεί η άρση της εγγυοδοσίας ποσού 10.000€, υπό τον όρο της οποίας χορηγήθηκε η αναστολή εκτελεστότητας του επίμαχου κατασχετηρίου και η απόδοση του σχετικού Γραμματίου Συστάσεως Χρηματικής Παρακαταθήκης του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων Αθηνών από την Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών στην αιτούσα, προκειμένου να το εμφανίσει προς είσπραξη στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων Αθηνών. Επ’ αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 6988/2024 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων), η οποία αναλύεται στο παρόν.
Βασικά επιχειρήματα που οδήγησαν στην ευδοκίμηση της αίτησής μας και την έκδοση της ως άνω απόφασης ήταν αφενός η παύση της αιτίας της εγγυοδοσίας με την έκδοση της απόφασης επί της ανακοπής, αφετέρου, δε, η άμεση, ήδη από τον πρώτο βαθμό, ενέργεια των διαπλαστικών αποτελεσμάτων της απόφασης επί της ανακοπής κατ’ άρθρο 933 ΚΠολΔ, δεδομένης της πρόβλεψης του άρθρου 937 παρ. 1 περ. γ΄, σύμφωνα με την οποία η προθεσμία και η άσκηση του ενδίκου μέσου δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της απόφασης.
Η αναλυόμενη απόφαση διαλαμβάνει τις εξής σημαντικές σκέψεις – κρίσεις:«Η εγγύηση, η οποία δίνεται προς διασφάλιση του αντιδίκου του δότη αυτής, αποτελεί, στο πλαίσιο της εν λόγω διάταξης, μια μορφή δικαστικής εγγύησης, αφού επιβάλλεται από το δικαστήριο ως μορφή δικονομικού βάρους στον διάδικο που έχει συμφέρον από την παύση της εκτέλεσης για ορισμένο χρονικό διάστημα. Προσθέτως αυτή αποτελεί και ρυθμιστικό μέτρο της εκτέλεσης, καθ’ όσον αφορά στην εξελικτική πορεία της εκτελεστικής διαδικασίας. Η εγγυοδοσία αυτή υπόκειται στις διατάξεις για την εγγύηση του ΚΠολΔ και των ασφαλιστικών μέτρων. Η παρεχόμενη από την εν λόγω διάταξη προστασία είναι προσωρινή, δεδομένου ότι ορίζεται ρητά η διάρκειά της μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ανακοπής (ΜΕφΑιγ 60/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, με περαιτέρω παραπομπές). Επομένως, ναι μεν γίνεται δεκτό ως γενικός κανόνας ότι για την κατάπτωση ή την άρση της εγγυοδοσίας απαιτείται τελεσίδικη απόφαση σχετικά με τη βασιμότητα ή μη της εξασφαλιζόμενης απαίτησης (ΕφΘεσ 380/1978 Αρμ 1978. 957, ΜΠρΑθ 1460/2002 Αρμ 2003. 531, ΜΠρΛευκ 40/1977 NoB 1977. 1013, Τζίφρας, Ασφαλιστικά Μέτρα, δ’ έκδοση, 1985, σ. 126, Νίκας, Πολιτική Δικονομία ΙΙ, β’ έκδοση, 2021, σ. 917, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας( -Ορφανίδης), ΚΠολΔ Ι [2000], άρθρο 168 αριθ. 2), πλην όμως, ειδικά στην αναστολή της εκτέλεσης κατ’ άρθρο 938 ΚΠολΔ η διάρκεια της αναστολής ή της εγγυοδοσίας μπορεί να εκτείνεται κατ’ απώτατο χρονικό όριο, σύμφωνα με το άρθρο 938 παρ. 5 ΚΠολΔ, μόνο έως την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ανακοπής ή απόφασης επί του ένδικου μέσου αντίστοιχα, ανάλογα αν η αναστολή διατάσσεται από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο της ανακοπής κατά την παρ. 1 του άρθρου 938 ΚΠολΔ ή από το δικαστήριο του ένδικου μέσου κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου (σχετικά με το -παρεμφερές με το ήδη ισχύον- νομοθετικό καθεστώς, που ίσχυε πριν την έναρξη ισχύος του ν. 4335/2015, κατά το οποίο η διάρκεια της αναστολής ή της εγγυοδοσίας, που τότε διατάσσονταν αποκλειστικά από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο της ανακοπής, μπορούσε να εκτείνεται μόνο έως την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ανακοπής, παρόμοια όπως και κατά το ισχύον δίκαιο μετά την εκ νέου προσθήκη του άρθρου 938 ΚΠολΔ με το άρθρο 60 ν. 4842/2021, ενώ αποκλειόταν η υποβολή αίτησης αναστολής εκτέλεσης στο δικαστήριο του ένδικου μέσου, σε αντίθεση με όσα ήδη ισχύουν στην ειδική περίπτωση του άρθρου 938 παρ. 2 ΚΠολΔ, βλ. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως Ι, Γενικό Μέρος, β’ έκδοση, 2017, σ. 937, με περαιτέρω παραπομπές, ΕφΑθ 4700/1994 Αρμ 1995. 518, ΕφΘεσ 64/1991 ΕλλΔνη 1993. 1362, ΕφΑθ 2475/1990 ΕλλΔνη 1991. 613, ΕφΘεσ 2333/1989 Αρμ 1989. 900, ΕφΑθ 1891/1983 ΑρχΝ[…] Στη συνέχεια, με την με ………………………. κλήση της αιτούσας η προαναφερόμενη από ……………. με ΓΑΚ-ΕΑΚ ………………. ανακοπή κατ’ άρθρο 933 ΚΠολΔ κατά της παραπάνω κατάσχεσης προσδιορίστηκε κατά προτίμηση στη δικάσιμο της ……….. , κατά την οποία και συζητήθηκε και εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 1496/2024 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, η οποία έκανε εν μέρει δεκτή την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους αυτής και ακύρωσε το αναφερόμενο παραπάνω από ……… κατασχετήριο έγγραφο. Επομένως, εφόσον εκδόθηκε οριστική απόφαση επί της παραπάνω ανακοπής, με την οποία ακυρώθηκε η κατάσχεση, και με δεδομένο ότι η έκδοση οριστικής απόφασης του δικαστηρίου της ανακοπής αποτελεί, σύμφωνα με το άρθρο 938 παρ. 5 ΚΠολΔ, όπως ήδη αναφέρθηκε στη νομική σκέψη, το απώτατο χρονικό σημείο διάρκειας της αναστολής και της εγγυοδοσίας, έπαυσε να υφίσταται ο λόγος, για τον οποίο δόθηκε η επίδικη εγγυοδοσία, και συνακόλουθα πρέπει η κρινόμενη αίτηση να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να διαταχθεί η άρση της εγγυοδοσίας που δόθηκε από την αιτούσα και η απόδοση σε αυτήν του αναφερόμενου παραπάνω γραμματίου σύστασης παρακαταθήκης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό». Με την εν λόγω απόφαση, με την οποία διατάχθηκε η άρση της εγγυοδοσίας και η απόδοση του σχετικού Γραμματίου Συστάσεως Χρηματικής Παρακαταθήκης του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων Αθηνών η εντολέας μας δύναται να εισπράξει το ποσό των 10.000€, το οποίο είχε καταβάλει στο πλαίσιο της χορηγηθείσας αναστολής. Δεν απαιτείται, δε, να αναμένει μέχρι την τελεσίδικη απόφαση επί της ανακοπής καθώς ήδη από την έκδοση οριστικής απόφασης έχει παύσει η αναστολή και, άρα, η αίτια της εγγυοδοσίας. Σε αντίθετη περίπτωση, η παρακράτηση του ποσού της εγγυοδοσίας στα χέρια του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων (ΤΠΔ) θα ευνοούσε αδικαιολόγητα την αντίδικο καθώς, ενόψει της λήξης της αιτίας της εγγυοδοσίας, θα εδύνατο να επιβάλει νέα κατάσχεση εις χείρας του (του ΤΠΔ) ως τρίτου, κατάσχοντας την απαίτησή της εντολέως για απόδοση της εγγυοδοσίας.
Για περισσότερη αρθρογραφία σχετικά με τις δυνατότητες δικαστικής και εξωδικαστικής προστασίας του οφειλέτη, δείτε ενδεικτικά εδώ, εδώ και εδώ. Για περισσότερες δικαστικές αποφάσεις σε συναφείς υποθέσεις που χειρίστηκε πρόσφατα το γραφείο μας, δείτε ενδεικτικά εδώ, εδώ, εδώ και εδώ.