Σεπτέμβριος 2024 – Αναγνώριση ακυρότητας όρων αναπροσαρμογής επιτοκίου σε δανειακές συμβάσεις – Αναγνώριση της υποχρέωσης καταβολής από την αντίδικο των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών

Σεπτέμβριος 2024 – Αναγνώριση ακυρότητας όρων αναπροσαρμογής επιτοκίου σε δανειακές συμβάσεις – Αναγνώριση της υποχρέωσης καταβολής από την αντίδικο των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών

Εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 3161/2024 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία αναγνωρίστηκε αφενός η ακυρότητα όρων αναπροσαρμογής επιτοκίου σε σειρά δανειακών συμβάσεων που συνέδεαν την εντολέα μας, εμπορική εταιρεία, με την εναγόμενη τράπεζα (σε συνέχεια μη οριστικής απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου, με την οποία διατασσόταν η διενέργεια λογιστικής πραγματογνωμοσύνης), αφετέρου η υποχρέωση της εναγόμενης τράπεζας να καταβάλει στην εντολέα μας το συνολικό ποσό των 220.868,24 ευρώ ως αχρεωστήτως καταβληθέν (λόγω της ακυρότητας των όρων αναπροσαρμογής του επιτοκίου).

Ειδικότερα, είχαμε ασκήσει για λογαριασμό της εντολέως μας αγωγή κατά συστημικής τράπεζας, με την οποία αμφισβητούσαμε το ύψος της φερόμενης οφειλής της (της εντολέως μας) από συμβάσεις τοκοχρεολυτικών δανείων. Πιο συγκεκριμένα, με την κριθείσα αγωγή της εντολέως μας ζητήθηκε η αναγνώριση της ακυρότητας συγκεκριμένων όρων των επίμαχων δανειακών συμβάσεων καθώς και πρόσθετων πράξεων τροποποίησης αυτών, οι οποίοι παρείχαν τη δυνατότητα στην τράπεζα να αναπροσαρμόζει μονομερώς το συμβατικό επιτόκιο με τρόπο αόριστο και παντελώς αδιαφανή κριτήρια, με τελικό αποτέλεσμα την υπέρμετρη επιβάρυνση της οφειλέτιδας εταιρείας. Αρχικώς, το επιληφθέν της υποθέσεως Δικαστήριο, με μη οριστική απόφασή του, δεχόμενο τους ισχυρισμούς της εταιρείας, έκρινε ότι: «οι όροι αυτοί, που ήταν εκ των προτέρων διατυπωμένοι από την εναγομένη στο έντυπο κείμενο των ενδίκων συμβάσεων … κατά το μέρος που ρυθμίζουν τη διαμόρφωση του κυμαινόμενου επιτοκίου με τον παραπάνω τρόπο, είναι καταχρηστικοί, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2§§6 και 7 περ. ια’ του Ν. 2251/1994, διότι … εμφανίζουν αοριστία, επιτρέποντας στην προμηθεύτρια τράπεζα να προσδιορίζει μονομερώς το συμβατικό επιτόκιο, χωρίς να είναι εκ των προτέρων γνωστά στον καταναλωτή – πελάτη, και, εν προκειμένω, στην ενάγουσα – οφειλέτρια εταιρεία, κριτήρια ειδικά και εύλογα, γεγονός που οδηγεί στη διάψευση των τυπικών και δικαιολογημένων προσδοκιών της τελευταίας, ως προς την εξέλιξη της συναλλακτικής σχέσεώς της με τη δανείστρια Τράπεζα … δεν διατυπώνεται, κατά τρόπο ευκρινή, η μέθοδος και τα κριτήρια, με βάση τα οποία η εναγομένη διαμορφώνει το κυμαινόμενο επιτόκιο των ενδίκων συμβάσεων, παρά μόνο γίνεται γενικόλογη αναφορά στις συνθήκες της αγοράς και στα τραπεζικά κριτήρια και στον τρόπο δημοσίευσης της ανωτέρω μονομερούς απόφασης της εναγομένης, ήτοι, αναφορά αορίστων κριτηρίων βάσει των οποίων η συμβαλλόμενη εταιρεία δεν ήταν σε θέση να διαγνώσει εκ των προτέρων το ύψος του επιτοκίου, που θα ισχύσει για τον υπολογισμό της σχετικής οφειλής της». Κατόπιν αναγνώρισης της ακυρότητας των όρων περί αναπροσαρμογής του επιτοκίου, το Δικαστήριο προχώρησε στη συμπληρωματική ερμηνεία των συμβάσεων προς τον σκοπό της δίκαιης επαναφοράς της συμβατικής ισορροπίας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μεταξύ των μερών χρησιμοποιώντας το παρεμβατικό επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ως εύλογο κριτήριο για την αναδιαμόρφωση των συμβατικών επιτοκίων, τα οποία καθορίστηκαν ως άθροισμα του ανωτέρω επιτοκίου αναφοράς της Ε.Κ.Τ. πλέον ενός σταθερού περιθωρίου. Περαιτέρω, με την ως άνω μη οριστική απόφασή του το Δικαστήριο διέταξε, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος, την διεξαγωγή λογιστικής πραγματογνωμοσύνης από πιστοποιημένο οικονομολόγο, προκειμένου να υπολογιστεί το ακριβές ύψος των ποσών που είχαν καταβληθεί αχρεωστήτως στην τράπεζα εκ μέρους της εντολέως μας λόγω της εφαρμογής των καταχρηστικών όρων περί του επιτοκίου. Κατόπιν διενέργειας της διαταχθείσας πραγματογνωμοσύνης, η υπόθεση επανήλθε προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, το οποίο παρά τις έωλες αιτιάσεις της αντιδίκου για νομικά σφάλματα της μη οριστικής αποφάσεως, επικύρωσε αυτήν και τις νομικές της παραδοχές, και αναγνώρισε ότι η εντολέας μας είχε αναγκαστεί αχρεωστήτως να καταβάλει, λόγω των ως άνω άκυρων όρων αναπροσαρμογής του επιτοκίου, το συνολικό ποσό των 220.868,24 ευρώ. Μάλιστα, το Δικαστήριο έκανε πλήρως αποδεκτούς τους προβληθέντες και αποδειχθέντες ισχυρισμούς μας ως προς το ακριβές ύψος των αχρεωστήτως καταβληθέντων, αναγνωρίζοντας τα επιμέρους λάθη στα οποία είχε περιπέσει και η διενεργηθείσα πραγματογνωμοσύνη, τα οποία και επισημάναμε προσηκόντως στο Δικαστήριο.                 

Επιπλέον, λόγω της ολικής της ήττας, η αντίδικος τράπεζα επιβαρύνθηκε με το σύνολο της δικαστικής δαπάνης (συμπεριλαμβανομένης της αμοιβής του διορισθέντος από το Δικαστήριο ειδικού πραγματογνώμονα) του εντολέα μας, την οποία το Δικαστήριο καθόρισε στο συνολικό ποσό των 12.540 ευρώ.

Η απόφαση αυτή έρχεται να προστεθεί στη σύγχρονη ελληνική νομολογία που αφορά την ακυρότητα αδιαφανών συμβατικών όρων για την αναπροσαρμογή του επιτοκίου, συμπορευόμενη με πληθώρα αποφάσεων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες εδώ και αρκετά έτη προβαίνουν σε παραδοχές ευνοϊκές για τους δανειολήπτες, υψώνοντας τείχος προστασίας απέναντι στις καταχρηστικές τραπεζικές πρακτικές. Για περισσότερη αρθρογραφία σχετικά με τις δυνατότητες δικαστικής και εξωδικαστικής προστασίας του οφειλέτη, δείτε ενδεικτικά εδώ, εδώ και εδώ. Για περισσότερες δικαστικές αποφάσεις σε συναφείς υποθέσεις που χειρίστηκε πρόσφατα το γραφείο μας, δείτε ενδεικτικά εδώ, εδώ, εδώ, εδώ, και εδώ.